-η, -ο, Ναυτός που κινείται με τη δύναμη τών ποδιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < πους, ποδός + -ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. κωπ-ήλατος. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].