ποίμανσις
Greek (Liddell-Scott)
ποίμανσις: -εως, ἡ, τὸ ποιμαίνειν, κυβερνᾶν, Γεωργ. Παχυμ. βίος Ἀνδρ. Παλαιολ. σ. 101Β, κλπ.
Greek Monolingual
-άνσεως, ἡ, Μ ποιμαίνω
(για πνευματικούς ή θρησκευτικούς αρχηγούς) η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ποιμαίνω, καθοδήγηση.