καθοδήγηση
From LSJ
ἠ πρὸς Τιμόθεον α' ἐπιστολή· Τιμοθέῳ ἑταίρῳ Παῦλος διελέξατο ταῦτα → First epistle to Timothy: Paul discussed these things with his colleague Timothy
Greek Monolingual
η (Α καθοδήγησις) καθοδηγώ
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του καθοδηγώ, ακριβής οδήγηση, χειραγώγηση, υπόδειξη
2. (συγκρμ.) η ηγεσία («η καθοδήγηση του κόμματος»).