καθοδήγηση
From LSJ
Greek Monolingual
η (Α καθοδήγησις) καθοδηγώ
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του καθοδηγώ, ακριβής οδήγηση, χειραγώγηση, υπόδειξη
2. (συγκρμ.) η ηγεσία («η καθοδήγηση του κόμματος»).
η (Α καθοδήγησις) καθοδηγώ
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του καθοδηγώ, ακριβής οδήγηση, χειραγώγηση, υπόδειξη
2. (συγκρμ.) η ηγεσία («η καθοδήγηση του κόμματος»).