πολυαμάρτητος
German (Pape)
[Seite 659] sehr sündig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πολυαμάρτητος: -ον, ὁ εἰς πολλὰς ἁμαρτίας ὑποπεσών, σφόδρα ἁμαρτωλός, Ἀνδρ. Κρήτ. σ. 271, κλπ.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που υπέπεσε σε πολλές αμαρτίες, ο πολύ αμαρτωλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἁμαρτάνω (πρβλ. αν-αμάρτητος, δυσ-αμάρτητος)].