αμαρτωλός
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἁμαρτωλός, -όν)
1. αυτός που παραβαίνει τον ηθικό νόμο, τις θείες εντολές, που διαπράττει αμάρτημα ή αδίκημα
2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) με την ίδια σημασία
νεοελλ.
1. αυτός που ρέπει προς την αμαρτία
2. το θηλ. ως ουσ. η αμαρτωλή
ανήθικη γυναίκα, πόρνη
αρχ.
αυτός που σφάλλει, που γελιέται.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ουσ. ἁμαρτωλή, υποχωρητικά].