πολυδιοίκητος
English (LSJ)
ον,
A widely distributed, all-pervading, πνεῦμα Secund. Sent. 3.
Greek (Liddell-Scott)
πολυδιοίκητος: -ον, ὁ πολὺ διῃρημένος, πνεῦμα Σεκούνδου Γνωμ. 1.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που διαχέεται και διεισδύει παντού («πολυδιοίκητον πνεῡμα», Σεκούνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -διοίκητος (< διοικῶ), πρβλ. ευ-διοίκητος].