ποιηρός

Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

ά, όν,

   A = ποιήεις, E.Ba.1048, Cyc.45, 61 (both lyr.).

German (Pape)

[Seite 648] = ποιήεις; Eur. Cycl. 61; βοτάνα, 45; νάπ ος, Bacch. 1046.

Greek (Liddell-Scott)

ποιηρός: -ά, -όν, = ποιήεις, Εὐρ. Βάκχ. 1048, Κύκλ. 45, 61.

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α
καλυμμένος με χλόη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποίᾱ, δωρ. τ. του πόα + κατάλ. -ηρός (πρβλ. τολμ-ηρός)].