ποιήεις

From LSJ

καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποιήεις Medium diacritics: ποιήεις Low diacritics: ποιήεις Capitals: ΠΟΙΗΕΙΣ
Transliteration A: poiḗeis Transliteration B: poiēeis Transliteration C: poiieis Beta Code: poih/eis

English (LSJ)

ποιήεσσα, ποιήεν, grassy, Ἁλίαρτος, Δουλίχιον, ἄγκεα, Il.2.503, Od.16.396, 4.337: Dor. ποιάεις S.OC158(lyr.); Pi. has ποιάεντα (trisyll.) στεφανώματα N.5.54.

German (Pape)

[Seite 648] εσσα, εν, grasig, grasreich, kräuterreich; Ἁλίαρτος, Il. 2, 503; Ἱρή, 9, 150; νάπει ποιήεντι, Soph. O. C. 156 u. Hes., grasgrün.

French (Bailly abrégé)

ήεσσα, ῆεν;
couvert d'herbe ou de gazon, verdoyant.
Étymologie: ποίη¹.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποιήεις -ήεσσα -ῆεν, Dor. ποιᾱ́εις [ποία] Dor. acc. ποιᾱ́εντα grasrijk.

Russian (Dvoretsky)

ποιήεις: ήεσσα, ῆεν, дор. ποιάεις (ᾱ) покрытый травой, травянистый, злачный (ἄλσεα Hom.; νάπος Soph.).

English (Autenrieth)

εσσα, εν: grassy.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. ποιάεις, -εσσα, -εν, Α
γεμάτος ποίην, πόαν, σκεπασμένος με χλόη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποίᾱ, δωρ. τ. του πόα + κατάλ. -ήεις (πρβλ. τολμήεις)].

Greek Monotonic

ποιήεις: Δωρ. -άεις, -εσσα, -εν (ποίη), πρασινωπός, πλούσιος σε πράσινο, σε Όμηρ., Σοφ.· ουδ. πληθ. συνηρ. ποιᾶντα, σε Πίνδ.

Greek (Liddell-Scott)

ποιήεις: εσσα, εν, ἔχων ἄφθονον πόαν, χορτώδης, ποώδης, βοτανώδης, Ἁλίαρτος, Δουλίχιον, ἄλσεα Ἰλ. Ι. 150, Ὀδ. Π. 396, κτλ. ― Δωρ. ποιάεις ἐν Σοφ. Ο. Κ. 157· ὁ Πίνδ. ἔχει ὡσαύτως συνῃρ. τύπον, ποιᾶντα στεφανώματα Ν. 5. ἐν τέλ.

Middle Liddell

ποιήεις, δοριξ ποιᾱ/εις, εσσα, εν ποίη
grassy, rich in grass, Hom., Soph.: neut. pl. contr. ποιᾶντα Pind.