πολυεύχετος

Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

ον, = foreg. 1, h.Cer.165.

German (Pape)

[Seite 662] wie πολύευκτος, viel oder sehr gewünscht, H. h. Cer. 165.

Greek (Liddell-Scott)

πολυεύχετος: -ον, = πολύευκτος, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 165.

Greek Monolingual

-ον, Α
πολύευκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -εύχετος (< εὔχομαι), πρβλ. απ-εύχετος].