πολύευκτος
Τοῦ ὅλου οὖν τῇ ἐπιθυμίᾳ καὶ διώξει ἔρως ὄνομα → Love is the name for our pursuit of wholeness, for our desire to be complete
English (LSJ)
πολύευκτον,
A much-prayed-for, much-desired, ἰὴ παιδός Orac. ap. Hdt.1.85; ὄλβος A.Eu.537 (lyr.); πλοῦτος X.Cyr.1.6.45; παιδίον Him. Or.23.20.
II Act., with many prayers, ἱκεσίη Nonn. D. 40.66.
German (Pape)
[Seite 662] viel od. sehr gewünscht; ὄλβος, Aesch. Eum. 509; χρυσός, Xen. Cyr. 1, 6, 45; Luc. Cyn. 8 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
très désiré ou longtemps désiré.
Étymologie: πολύς, εὔχομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύευκτος -ον [πολύς, εὔχομαι] vurig gewenst.
Russian (Dvoretsky)
πολύευκτος: долгожданный, вожделенный, желанный (ἰὴ παιδός Her.; ὄλβος Aesch.; χρυσός Xen.).
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που γίνεται συνοδευόμενος από πολλές ευχές
αρχ.
πολύ επιθυμητός, πολυπόθητος («ἐκ δ' ὑγιείας φρενῶν ὁ πάμφιλος καὶ πολύευκτος ὄλβος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + εὐκτός (< εὔχομαι)].
Greek Monotonic
πολύευκτος: -ον, εξαιρετικά επιθυμητός, πολυπόθητος, σε Χρησμ. παρά Ηρόδ., Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
πολύευκτος: -ον, ὁ πολὺ ἐπιθυμητός, πολυπόθητος, ἰὴ παιδὸς Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1, 85· ὄλβος Αἰσχύλ. Εὐμ. 537· πλοῦτος Ξεν. Κύρ. 1. 6, 45.
Middle Liddell
πολύ-ευκτος, ον,
much-wished-for, much-desired, Orac. ap. Hdt., Aesch.
Mantoulidis Etymological
(=πολυπόθητος). Ἀπό τό πολύς + εὔχομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη πολύς.