πολυείδεια

Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

   A v.l. for πολυειδία.

Greek (Liddell-Scott)

πολυείδεια: ἐσφ. γραφὴ ἀντὶ πολυειδία.

Greek Monolingual

ἡ, Α
βλ. πολυειδία.