Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πολυειδία

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυειδία Medium diacritics: πολυειδία Low diacritics: πολυειδία Capitals: ΠΟΛΥΕΙΔΙΑ
Transliteration A: polyeidía Transliteration B: polyeidia Transliteration C: polyeidia Beta Code: polueidi/a

English (LSJ)

ἡ, diversity of kind, variety, variety of forms, variety of aspects, Pl.R. 580d, Thphr. HP 3.2.5.

German (Pape)

[Seite 662] ἡ, Verschiedenartigkeit, Plat. Rep. IX, 580 d u. Sp., Vielheit der Arten.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
variété d'aspects ou de formes.
Étymologie: πολυειδής.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυειδία -ας, ἡ [πολυειδής] veelvormigheid.

Russian (Dvoretsky)

πολυειδία:многообразие Plat.

Greek Monolingual

και πολυείδεια, ἡ, Α πολυειδής
ποικιλία, πολυμορφία («διὰ πολυειδίαν ἑνὶ οὐκ ἔσχομεν ὀνόματι προσειπεῖν», Πλάτ.).

Greek Monotonic

πολυειδία: ἡ, ποικιλία στο είδος, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

πολυειδία: ἡ, ποικιλία, εἴδους ἢ εἰδῶν, Πλάτ. Πολ. 580D, Κλήμ. Ἀλ. 163, 800.

Middle Liddell

πολυειδία, ἡ,
diversity of kind, Plat.