πολυθεϊσμός

Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, Ν
(περιλπτ.)
1. πολυθεΐα
2. το σύνολο τών πολυθεϊστικών θρησκειών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. polytheisme (< πολυθεΐα + -ισμός). Η λ. μαρτυρείται από το 1872 στον Αν. Δ. Κυριακό].