πολύμαλος

Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

ον,

   A v. πολύμηλος.

Greek (Liddell-Scott)

πολύμᾱλος: -ον, ἴδε ἐν λ. πολύμηλος.

English (Slater)

πολύμᾱλος
   1 rich in fruit v. πολύμηλος.]

Greek Monolingual

-ον, Α
πλούσιος σε μήλα, σε καρπούς δέντρων («ἐν πολυμάλω Σικελίᾳ», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -μαλος (< μᾶλον, δωρ. τ. του μῆλον «μήλο, καρπός, φρούτο»)].