φρούτο

From LSJ

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. οπώρα, καρπός
2. επιδόρπιο («τρώγεται ως φρούτο»)
3. φρ. «τί φρούτο είναι πάλι αυτό;»
ειρων. δηλώνει δυσάρεστη, συνήθως, έκπληξη μπροστά σε κάτι απροσδόκητο που προκύπτει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. frutto < λατ. fructus «καρπός»].