πολυρροίβδητος
English (LSJ)
ον,
A much-whirring, ἄτρακτος AP6.160 (Antip. Sid.).
Greek (Liddell-Scott)
πολυρροίβδητος: -ον, ὁ θορυβωδῶς ἐν τάχει περιστρεφόμενος, πολυδίνητος, ἄτρακτος Ἀνθ. Π. 6. 160.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
que l’on tire avec grand bruit.
Étymologie: πολύς, ῥοιβδέω.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που στροβιλίζεται, που περιστρέφεται πολύ, πολυδίνητος, ή αυτός που περιστρέφεται γρήγορα παράγοντας ταυτόχρονα πολύ θόρυβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ῥοιβδῶ «κινούμαι ορμητικά»].