παράγοντας
From LSJ
Λογισμός ἐστι φάρμακον λύπης μόνος → Ratio remedium est unum maestitudinis → Vernunft allein heilt Menschen von der Traurigkeit
Greek Monolingual
και παράγων, ο
1. πρόσωπο που επηρεάζει έναν τομέα της κοινωνικής ζωής του τόπου, που πρωτοστατεί κάπου (α. «πολιτικός παράγοντας
β. «κοινωνικός παράγοντας»)
2. καθετί που συμβάλλει σημαντικά σε κάτι, που συντελεί ουσιαστικά στην παραγωγή αποτελέσματος («η παιδεία αποτελεί ουσιώδη παράγοντα για τη γενικότερη πρόοδο ενός έθνους»)
3. μαθημ. καθένας από τους αριθμούς ή καθεμιά από τις ποσότητες που αποτελούν ένα γινόμενο
4. φρ. «εξωγενής παράγων» και «ενδογενής παράγων του Catle»
βιολ. ουσίες αναγκαίες για την κατασκευή τών ερυθρών αιμοσφαιρίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του αρσ. της μτχ. ενεστ. του παράγω.