παράγοντας
From LSJ
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
Greek Monolingual
και παράγων, ο
1. πρόσωπο που επηρεάζει έναν τομέα της κοινωνικής ζωής του τόπου, που πρωτοστατεί κάπου (α. «πολιτικός παράγοντας
β. «κοινωνικός παράγοντας»)
2. καθετί που συμβάλλει σημαντικά σε κάτι, που συντελεί ουσιαστικά στην παραγωγή αποτελέσματος («η παιδεία αποτελεί ουσιώδη παράγοντα για τη γενικότερη πρόοδο ενός έθνους»)
3. μαθημ. καθένας από τους αριθμούς ή καθεμιά από τις ποσότητες που αποτελούν ένα γινόμενο
4. φρ. «εξωγενής παράγων» και «ενδογενής παράγων του Catle»
βιολ. ουσίες αναγκαίες για την κατασκευή τών ερυθρών αιμοσφαιρίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του αρσ. της μτχ. ενεστ. του παράγω.