πολύρραπτος
English (LSJ)
ον,
A much-sewn, well-stitched, φαρέτρη Theoc.25.265.
Greek Monolingual
-ον, Α
πολύρραφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ῥαπτός (< ῥάπτω)].
ον,
A much-sewn, well-stitched, φαρέτρη Theoc.25.265.
-ον, Α
πολύρραφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ῥαπτός (< ῥάπτω)].