πολύρραφος
English (LSJ)
πολύρραφον, = πολύρραπτος (much-sewn, well-stitched), πόρπαξ S.Aj. 575.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
cousu fortement ou en plusieurs endroits.
Étymologie: πολύς, ῥάπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύρραφος -ον [πολύς, ῥάπτω] goed genaaid:. π. πόρπαξ stevig bevestigde draagriem Soph. Ai. 575.
German (Pape)
vielfach zusammengenäht, πόρπαξ, Soph. Aj. 572.
Russian (Dvoretsky)
πολύρρᾰφος: много раз сшитый, т. е. крепко прошитый (πόρπαξ Soph.).
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύρραφος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει πολλές ραφές
2. καλοραμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -ρραφος (< ῥαφή), πρβλ. υπόρραφος)].
Greek Monotonic
πολύρρᾰφος: -ον (ῥάπτω), καλορραμένος, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
πολύρρᾰφος: -ον, (ῥάπτω) ὁ πολλὰς ῥαφὰς ἔχων, ὁ καλῶς ἐρραμμένος, (πρβλ. πολύκεστος), Σοφ. Αἴ. 575· ― οὕτω, πολύρραπτος, ον, Θεόκρ. 25. 265· καὶ -ρᾰφής, ές, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 9. 38.
Middle Liddell
πολύρ-ρᾰφος, ον, ῥάπτω
well-stitched, Soph., Theocr.