πολύσεπτος

Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

ον,

   A much-revered, ib.26.6, Porph.Chr.78.

German (Pape)

[Seite 673] viel od. hoch verehrt, Orph.. 25, 6.

Greek (Liddell-Scott)

πολύσεπτος: -ον, λίαν σεβαστός, Ὀρφ. Ὕμν. 25. 6.

English (Slater)

πολύσεπτος
   1 greatly revered ]μοσω πολυσεπτ[ Πα. 12. a. 7.

Greek Monolingual

-ον, Α
πολύ σεπτός, ο πολύ σεβάσμιος, πολυσέβαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + σεπτός.