πολυπρεπής

Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

ές,

   A magnificent, πλοῦτος Philostr.VS 2.23.2.

Greek (Liddell-Scott)

πολυπρεπής: -ές, διαπρεπὴς πολύ, διακεκριμένος, Φιλόστρ. 605.

Greek Monolingual

-ές Α
πολύ διαπρεπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -πρεπής (< πρέπω), πρβλ. αρχαιο-πρεπής, μεγαλο-πρεπής].