πρέπω
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
English (LSJ)
impf. ἔπρεπον, which were the tenses chiefly in use: A fut. πρέψω A.Eu.995 (anap.), Pl.Plt. 269c, 288c: aor. ἔπρεψα Id.Chrm.158c:—prop. of impressions on the senses,
1 on the eye, to be clearly seen, to be conspicuous among a number, ὁ δ' ἔπρεπε καὶ διὰ πάντων Il.12.104; μετὰ δὲ π. ἀγρομένοισιν Od.8.172, Hes.Th.92; to be distinguished in or by a thing, φάρεσιν μελαγχίμοις A.Ch.12, cf. Th.124 (lyr.), E.Alc.512, 1050; π. παρηῒς φοινίοις ἀμυγμοῖς A.Ch.24 (lyr.); shine forth, show itself, πειρῶντι χρυσὸς ἐν βασάνῳ π. Pi.P.10.67; πανσέληνος ἐν σάκει π. A.Th.390, cf. Pers.239 (troch.), Ag.389 (lyr.); πρέπουσά θ' ὡς ἐν γραφαῖς ib.242 (lyr.); ἐπί τοι πρέπει ὄμμασιν αἰδώς h.Cer.214; Ζεὺς πρέπων δι' αἰθέρος E.Hel.216 (lyr.): sometimes c. part., to be clearly seen as doing or being, ὁ φρυκτὸς ἀγγέλλων πρέπει A.Ag.30; σπλάγχνα… πρέπουσ' ἔχοντες ib.1222, cf. Eu.995 (anap.).
2 on the ear, βοὰ π. the cry sounds loud and clear, Pi.N.3.67, cf. A.Ag. 321.
3 on the smell, to be strong or rank, ὅμοιος ἀτμὸς ὥσπερ ἐκ τάφου π. ib.1311.
II to be conspicuously like, resemble, π. τινὶ εἶδος to be like one in form, Pi.P.2.38; πρέποντα… ταύρῳ δέμας A.Supp. 301; εἴ τι σῇ δοκεῖ πρέπειν γυναικί E.Alc.1121; πρέπεις… θυγατέρων μορφὴν μιᾷ Id.Ba.917: c. inf., τοῦδε γὰρ δράμημα φωτὸς Περσικὸν πρέπει μαθεῖν his running is like Persian to behold, A.Pers.247, cf. Supp.719; more freq. with ὡς or ὥστε, πρέπει ὡς τύραννος εἰσορᾶν S. El.664; ὡς πένθιμος πρέπεις ὁρᾶν E.Supp.1056; πρέπει γ' ὥστε θὴρ ἄγραυλος φόβῃ Id.Ba.1188 (lyr.).
III to be conspicuously fitting, beseem, c. dat. pers., θνατὰ θνατοῖσι πρέπει Pi.I.5(4).16; τοῖς ὀλβίοις γε καὶ τὸ νικᾶσθαι πρέπει A.Ag.941, cf. Pl.Chrm.158c, etc.; with Preps., ποῦ τάδ' ἐν χρηστοῖς πρέπει; E.Heracl.510; οἷα δὴ εἰς πλῆθος πρέπει X.Cyr.2.1.24: c. part., ὅ τι γιγνόμενον ἂν πρέποι Pl.Epin.976c, cf. Plt.269c, 288c; πρέποι γὰρ ἂν (sc. λεχθεῖσα) Id.Sph.219c.
2 freq. in part., ὕμνοι πρέποντες γάμοις Id.R.460a, etc.; especially in part. neut., πρέπον τε εἶναι καὶ ἁρμόττειν Id.Grg.503e; ἤν τι ἄλλο π. δοκῇ εἶναι Th.6.25; τὸ π. τῇ γραφῇ Plb.2.40.3: rarely c. gen., π. ἦν δαίμονος τοὐμοῦ τόδε S.Aj.534, cf. Plu.Caes.14, Thom.Mag.p.306R.; τὸ π. that which is seemly, propriety, Pl.Hp.Ma.294a; πρὸς τὸ μέτριον καὶ τὸ π. Id.Plt.284e, etc.: pl., πρέποντα πάσχειν Antipho 3.3.9; πρέποντα τῇ συγγενείᾳ ποιοῦντες Isoc.10.23.
3 rarely with personal subject, πρέπων ἔφυς πρὸ τῶνδε φωνεῖν art the fit person to... S.OT9; Πομπήϊος… πάνυ τοῖς ἔπεσι πρέπων suiting them, Plu.Pomp.72, cf. Publ. 17.
4 mostly impers., πρέπει it is fitting, both of outward circumstances and moral fitness, c. dat. pers. et inf., Hdt.9.79, etc.; οὐ πρέπει νῷν… δάσασθαι Pi.P.4.147; πρέπει ἐσλοῖσιν ὑμνεῖσθαι Id.Fr.121, cf. A.Ag.483 (lyr.), E.Hipp.115, etc.: with inf. unexpressed, πρέπει γοῦν σοι [ἀποκρίνεσθαι] X.HG4.1.37.
b c. acc. pers. et inf., πρέπει τὸν Αἰνησιδάμου ἐγκωμίων τε μελέων λυρᾶν τε τυγχανέμεν Pi.O.2.46, cf. A.Supp.203, S.Tr.728, Th.1.86, etc.
c c. inf. only, πρέπει γαρυέμεν Pi.N.7.82, cf. P.5.43, A.Th.656, Ag.636, etc.
d with inf. understood, an acc. may be subject, ἀπήλλαξαν οὕτω ὡς κείνους ἔπρεπε Hdt.8.68.α', cf. A.Supp.195, Pl.Prt. 312b; or object, τείσασθαι οὕτως, ὡς κείνους [τείσασθαι] πρέπει Hdt.4.139; so with dat. of indirect object, Id.8.114.
IV trans., liken, τινί τι A.Ag.1328 (ap.Phot.).
German (Pape)
[Seite 697] 1) sich auszeichnen, hervorstechen, deutlich in die Augen fallen; ὁ δ' ἔπρεπε καὶ διὰ πάντων, Il. 12, 104, von Hektor, der durch Alle hindurch in die Augen fällt, μετ' ἀγρομένοισιν, Od. 8, 172; Hes. Th. 92, sich auszeichnen woran, worin, μετὰ δ' ἔπρεπε γαστέρι μάργῃ, Od. 18. 2. wo man gew. eine Tmesis von μεταπρέπω annimmt; πειρῶντι χρυσὸς πρέπει, Pind. P. 10, 67; auch βοὰ πρέπει, das Geschrei tönt laut und deutlich hervor, N. 3, 67, vgl. Aesch. A. 312, λαμπρὰ δὲ πανσέληνος ἐν μέσῳ σάκει πρέπει, Spt. 372, vgl. Ag. 233. 378; ὁμήγυρις στείχει γυναικῶν φάρεσιν μελαγχίμοις πρέπουσα, Ch. 12, vgl. 18. 24; so auch ἐπί τοι πρέπει ὄμμασιν αἰδώς, aus den Augen leuchtet die keusche Zucht, H. h. Cer. 214; c. part., ὡς ὁ φρυκτὸς ἀγγέλλων πρέπει, Aesch. Ag. 30, er verkündet laut und deutlich, vgl. Eum. 949; auch von durchdringendem, scharfem Geruche, Ag. 1322. – 2) ähnlich sein, εἶδος πρέπεν θυγατέρι, Pind. P. 2, 38; πρέποντα βουθόρῳ ταύρῳ δέμας, Aesch. Suppl. 297; u. c. int., aussehen, erscheinen wie Etwas, τοῦτο γὰρ δράμημα φωτὸς Περσικὸν πρέπει μαθεῖν, Pers. 243, dieses Mannes Lauf erscheint persisch anzusehen; auch mit ὡς u. dem inf., πρέπει γὰρ ὡς τύραννος εἰσορᾷν, Soph. El. 654, d. i. er gleicht an Ansehen einem Herrscher; ὡς πένθιμος πρέπεις ὁρᾷν, du erscheinst wie ein Betrübter anzusehen, Eur. Suppl. 1056. Zuweilen steht auch statt des int. das prartic. dabei, Schäf. D. Hal. C. V. 212. – Dah. 3) entsprechen, passend, angemessen sein, τί χρῆμα κουρᾷ τῇδε πενθίμῳ πρέπει, welche Begebenheit paßt zu diesem Trauerhaar? entspricht diesem Trauerzeichen? Eur. Alc. 512, v.l. πρέπεις. – Am häufigsten impers. πρέπει, decet, es ziemt sich, schickt sich, ist angemessen, τὸν πρέπει τυγχανέμεν μελέων, Pind. Ol. 2, 46; πρέπει ὑπαντιάσαι, P. 5, 40; οὐ πρέπει ἄμμιν λύειν τείχη, Theogn. 235; οὔτε κλαίειν οὔτ' ὀδύρεσθαι πρέπει, Aesch. Spt. 638; τοῖς ὀλβίοις γε καὶ τὸ νικᾶσθαι πρέπει, Ag. 915; auch c. acc., ὡς ἐπήλυδας πρέπει, Suppl. 192; u. mit acc. c. int., πρέπει κήρυκ' ἀπαγγέλλειν τορῶς ἕκαστα, Suppl. 909; ὁ πᾶς ἐμοί, ὁ πᾶς ἂν πρέποι παρὼν ἐννέπειν τάδε χρόνος, Soph. El. 1245; τῆς σε τυγχάνειν πρέπει, Trach. 725, u. öfter; auch im partic., πρέπων ἔφυς πρὸ τῶνδε φωνεῖν, O. R. 9; ὡς πρέπει δούλοις λέγειν, Eur. Hipp. 115; ὀργὰς πρέπει θεοὺς οὐχ ὁμοιοῦσθαι βροτοῖς, Bacch. 1346; selten c. gen, πρέπον ἦν δαίμονος τοῦ 'μοῦ τόδε, war meines Dämons würdig, Soph. Ai. 534; Thuc. 3, 59; welchen Gebrauch Thom. Mag. ausdrücklich auf das partic. einschränkt. Oft bei Her. auch mit Auslassung des int., der aus dem Zusammenhange leicht zu ergänzen ist, τίσασθαι οὕτω, ὡς ἐκείνους πρέπει, sc. τίσασθαι, 4, 139; ἀπήλλαξαν οὕτως, ὡς ἐκείνους πρέπει, sc. ἀπαλλάξαι, 8, 68, 1, vgl. 8, 114; ὡς τὸν ἐλεύθερον πρέπει, Plat. Prot. 312 b, sc. μανθάνειν; τὸ ταῦτα διϊσχυρίσασθαι οὕτως ἔχειν οὐ πρέπει νοῦν ἔχοντι ἀνδρί, Phaed. 114 d; τοῖσδε δὴ πρέποι ἂν τοῦτο, Theaet. 146 d; u. umschrieben mit dem partic., ξενισθέντας οἷς ἦν πρέπον ξενίοις, Tim. 17 b, u. öfter; aber auch ὕμνοι πρέποντες τοῖς γιγνομένοις γάμοις, Rep. V, 459 e, δένδρων φυτεύσεις πρεπούσας ὕδασι Critia. 117 a; fut., πρέψει ὄνομα τινί, Polit. 288 c; aor., τὸ αἰσχυντηλὸν αὐτοῦ τῇ ἡλικίᾳ ἔπρεψεν, Charm. 158 c; πρέπειν εἰς πλῆθος, Xen. Cyr. 2, 1, 24; πρός τι, 5, 3, 47; Folgde; τὸ πρέπον, das Geziemende, Passende, Schickliche, Sp.; κατὰ τὸ πρέπον τῇ γραφῇ, Pol. 2, 40, 3 u. öfter; πάνυ τοῖς ἔπεσι πρέπων ἐκείνοις, Plut. Pomp. 72.
French (Bailly abrégé)
d'ord. seul. prés. et impf., rar. f. πρέψω et ao. ἔπρεψα, pf. inus.
1 se faire remarquer, se distinguer : διὰ πάντων IL entre tous ; ἐσθῆτι καὶ κόσμῳ se distinguer par ses vêtements et sa parure ; en parl. d'un objet brillant, d'une lumière, etc. être apparent, sensible ou visible, éclater ; p. anal. en parl. d'un cri, d'une odeur âcre et pénétrante;
2 annoncer par son extérieur, avoir l'air de, avec un inf. : τοῦδε γὰρ δράμημα φωτὸς Περσικὸν πρέπει μαθεῖν ESCHL car cet homme qui accourt m'a bien l'air, autant qu'on en peut juger, d'un Perse ; πρέπει ὡς τύραννος εἰσορᾶν SOPH elle a bien l'air d'une reine ; avec un part. : ὁ φρυκτὸς ἀγγέλλων πρέπει ESCHL le feu de broussailles annonce clairement, etc.
3 avoir quelque rapport avec, convenir à : πρέπων ἔφυς πρὸ τῶνδε φωνεῖν SOPH il convient que tu parles plutôt que ceux-ci ; ἀνδρὸς φίλου μᾶλλον ἢ πολεμίου εἶναι πρέποντος PLUT homme plus digne d'être ami qu'ennemi ; Πομπήϊος πάνυ τοῖς ἔπεσι πρέπων PLUT Pompée auquel les vers étaient tout à fait appropriés ; part. • πρέπων, πρέπουσα, πρέπον, qui convient à, approprié à, τινι ; par périphr. πρέπον εἶναι, convenir, c. πρέπειν ; rar. avec le gén. πρέπον ἦν δαίμονος τοὐμοῦ τόδε SOPH cela était digne du dieu qui m'inspire;
4 • impers. πρέπει, il convient : οὐ κλαίειν πρέπει ESCHL il ne convient pas de pleurer ; avec attraction : ἐμοὶ πρέποι ἂν ἐπιμελομένῳ (p. ἐπιμέλεσθαι) XÉN il me conviendrait de m'occuper de, etc.
Étymologie: DELG arm. erewim « être visible, apparaître ».
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρέπω, poët. imperf. 3 sing. πρέπεν duidelijk zichtbaar zijn, zich onderscheiden:; μετὰ δὲ πρέπει ἀγρομένοισιν hij valt op in de vergadering Od. 8.172; τοξουλκὸς αἰχμὴ διὰ χεροῖν αὐτοῖς πρέπει; onderscheiden zij zich door pijl en boog in hun handen? Aeschl. Pers. 239; Ζεὺς πρέπων δι’ αἰθέρος Zeus die zichtbaar is aan de hemel Eur. Hel. 216; met ptc.:; ἀγγέλλων πρέπει duidelijk zichtbaar brengt hij zijn boodschap Aeschl. Ag. 30; van geluid:; οἶμαι βοὴν... ἐν πόλει πρέπειν ik meen dat luid geschreeuw in de stad te horen is Aeschl. Ag. 321; van geur.: ὅμοιος ἀτμὸς ὥσπερ ἐκ τάφου πρέπει dezelfde geur is te ruiken als uit een graf (komt) Aeschl. Ag. 1311. zich manifesteren als, (duidelijk) lijken op, eruitzien als: met dat.:; εἴ τι σῇ δοκεῖ πρέπειν γυναικί of zij enigszins op jouw vrouw schijnt te lijken Eur. Alc. 1121; met ὡς of ὥστε;: πρέπει γ’ ὥστε θὴρ ἄγραυλος φόβᾳ hij ziet er met zijn haardos uit als een wild beest Eur. Ba. 1188; πρέπει... ὡς τύραννος εἰσορᾶν zij ziet er duidelijk uit als een koningin Soph. El. 664; met pred. bep.: τοῦδε... δράμημα φωτὸς Περσικὸν πρέπει μαθεῖν de tred van deze man laat zich duidelijk kennen als Perzisch Aeschl. Pers. 247. passen, betamen; met dat.:; τοῖς δ’ ὀλβίοις γε καὶ τὸ νικᾶσθαι πρέπει voor gelukkige mensen is zelfs een nederlaag eervol Aeschl. Ag. 941; θεῷ μόνῳ π. alleen een god betamen Plat. Phaedr. 278d; met ptc.:; πρέψει ῥηθέν het zal een passende uitspraak zijn Plat. Plt. 269c; ptc. πρέπων passend:; ὕμνοι πρέποντες γάμοις gezangen die bij huwelijken passen Plat. Resp. 460a; zelden van pers..; πρέπων ἔφυς πρὸ τῶνδε φωνεῖν het is gepast dat jij voor hen spreekt Soph. OT 9; πάνυ τοῖς ἔπεσι πρέπων ἐκείνοις zeer goed passend bij die bekende woorden Plut. Pomp. 72.2; ptc. subst. τὸ πρέπον het fatsoen; Plat. HpMa 294a; vaak onpers. πρέπει het past, het betaamt; met inf.:; οὔτε κλαίειν οὔτ’ ὀδύρεσθαι πρέπει het past niet te huilen of te jammeren Aeschl. Sept. 656; met acc. en inf.:; πρέπει τὸν Αἰνησιδάμου ἐγκωμίων... τυγχανέμεν het is passend dat de zoon van Aenesidamus lofzangen krijgt Pind. O. 2.46; ὡς ἡμᾶς πρέπει βουλεύεσθαι ἀδικουμένους μηδεὶς διδασκέτω laat niemand ons wijs maken dat wij ons na dit onrecht dienen te beraden Thuc. 1.86.4; met acc. (en inf. niet uitgedrukt):; τείσασθαι οὕτως ὡς κείνους πρέπει hen te straffen zoals ze verdienen Hdt. 4.139.3; met dat. en inf..; ὡς πρέπει δούλοις λέγειν zoals het slaven betaamt te spreken Eur. Hipp. 115; met dat. (en inf. niet uitgedrukt):. δίκας δώσει τοιαύτας οἵας ἐκείνοισι πρέπει hij zal een genoegdoening geven die bij die lieden past Hdt. 8.114.2.
Russian (Dvoretsky)
πρέπω: (преимущ. praes. и impf., редко fut. πρέψω и aor. ἔπρεψα)
1 быть заметным, отличаться (διὰ πάντων Hom.): νέα γάρ, ὡς ἐσθῆτι καὶ κόσμῳ πρέπει Eur. она молода, как видно по (ее) платью и наряду; πρέπουσι μελαγχίμοις γυίοισι λευκῶν ἐκ πεπλωμάτων ἰδεῖν Aesch. на фоне белых одежд резко выделяются черные тела (моряков); (часто в переводе может опускаться): ὁμήγυρις γυναικῶν φάρεσιν μελαγχίμοις πρέπουσα Aesch. толпа женщин в черных покрывалах;
2 блистать, сиять (πανσέληνος πρέπει ἐν μέσῳ σάκει Aesch.; Ζεὺς πρέπων δι᾽ αἰθέρος Eur.): ὁ φρυκτὸς ἀγγέλλων πρέπει Aesch. ярко пылает сигнальный костер; πρέπουσα ὡς ἐν γραφαῖς Aesch. блистающая (красотой) словно на картине;
3 (о звуке или запахе) явственно ощущаться: οἶμαι βοὴν ἐν πόλει πρέπειν Aesch. я думаю, что крик стоит над (павшим) городом; ἀτμὸς ὥσπερ ἐκ τάφου πρέπει Aesch. пахнет словно могильным испарением;
4 быть схожим, походить (τινὶ εἶδος Pind.; τινὶ μορφῇ Eur.): πρέπει ὡς τύραννος εἰσορᾶν Soph. у нее царственный вид;
5 подходить, приличествовать, подобать, соответствовать (ἐν μεγέθει Arst.): τὸ αἰσχυντηλὸν αὐτοῦ τῇ ἡλικίᾳ ἔπρεψεν Plat. застенчивость шла его возрасту; τούτοις ἓν ὄνομα ἅπασι πρέφει Plat. всем этим (вещам) будет соответствовать одно название; εἰς τὴν ἀπόδειξιν πρέψει ῥηθέν Plat. сказанное пригодится для разъяснения (вопроса); ποῦ τάδ᾽ ἐν χρηστοῖς πρέπει; Eur. где такие поступки подобают порядочным людям?, т. е. допустимо ли где-л. нечто подобное?; πρέπων ἔφυς πρὸ τῶνδε φωνεῖν Soph. тебе (больше всех) пристало говорить от их имени; impers.: οὔτε κλάειν οὔτ᾽ ὀδύρεσθαι πρέπει Aesch. не подобает ни плакать, ни скорбеть; ἐμοὶ πρέποι ἄν Xen. мне следовало бы; τίσασθαι οὕτω, ὡς ἐκείνους (sc. τίσασθαι) πρέπει Her. наказать (врагов) так, как они заслуживают.
English (Autenrieth)
ipf. ἔπρεπε: be conspicuous or distinguished, Il. 12.104, Od. 8.172, Od. 18.2.
English (Slater)
πρέπω (πρέπει: impf. πρέπεν.)
1
a be like c. dat. εἶδος γὰρ ὑπεροχωτάτᾳ πρέπεν Οὐρανιᾶν (P. 2.38)
b be clear, conspicuous πειρῶντι δὲ καὶ χρυσὸς ἐν βασάνῳ πρέπει καὶ νόος ὀρθός (P. 10.67)
2 befit
a c. dat. θνατὰ θνατοῖσι πρέπει (I. 5.16)
b impers., it is fitting
I c. acc. & inf. πρέπει τὸν Αἰνησιδάμου ἐγκωμίων τε μελέων λυρᾶν τε τυγχανέμεν (O. 2.46) τὸν ἐν ἀοιδᾷ νέων πρέπει χρυσάορα Φοῖβον ἀπύειν (P. 5.104)
II c. dat. & inf. “οὐ πρέπει νῷν τιμὰν δάσασθαι” (P. 4.147) εὐ]δαιμόνων βρομιάδι θοινᾷ πρέπει[ ]κορυφὰν[ ]θέμεν Δ. 1. 11. ἐμὲ δὲ πρέπει παρθενήια μὲν φρονεῖν γλώσσᾳ τε λέγεσθαι Παρθ. 2. 33. πρέπει δ' ἐσλοῖσιν ὑμνεῖσθαι fr. 121.
III c. inf. ἑκόντι τοίνυν πρέπει νόῳ τὸν εὐεργέταν ὑπαντιάσαι (P. 5.43) βασιλῆα δὲ θεῶν πρέπει δάπεδον ἂν τόδε γαρυέμεν ἡμέρᾳ ὀπί (N. 7.82)
 nbsp; 3 in tmesis. βοὰ δὲ νικαφόρῳ σὺν Ἀριστοκλείδᾳ πρέπει (v. συμπρέπω) (N. 3.67)
English (Strong)
apparently a primary verb; to tower up (be conspicuous), i.e. (by implication) to be suitable or proper (third person singular present indicative, often used impersonally, it is fit or right): become, comely.
English (Thayer)
imperfect 3rd person singular ἔπρεπε;
1. to stand out, to be conspicuous, to be eminent; so from Homer, Iliad 12,104down.
2. to be becoming, seemly, fit (from Pindar, Aeschylus, Herodotus down): πρέπει τίνι with a subject nominative, ὁ or ἅ πρέπει, which becometh, befitteth, καθώς πρέπει τίνι, πρέπον ἐστιν followed by the infinitive, Buttmann (1873) § 142,2.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
1. (κυρίως στο γ' εν. και πληθ. πρόσ. με δοτ. προσ. η οποία στα νεοελλ. έγινε γεν. προσ. αντων.) αρμόζω, ταιριάζω, είμαι κατάλληλος για κάποιον ή κάτι (α. «τι έχω γυναίκα όμορφη και δεν της πρέπουν μαύρα», δημ. τραγούδι
β. «και περισσότερη τιμή τους πρέπει όταν προβλέπουν πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος», Καβάφης
γ. «δεν σού 'πρεπε μια τέτοια γυναίκα» δ. «τοῖς δ' ὀλβίοις γε καὶ τὸ νικᾶσθαι πρέπει», Αισχύλ.)
2. (το γ' εν. πρόσ. ενεστ. και παρατ. ως απρόσ.) πρέπει και έπρεπε
επιβάλλεται/-όταν, είναι/ήταν αναγκαίο ή είναι/ήταν ορθό, δίκαιο, αρμόζει/άρμοζε, προσήκει/προσήκε, ταιριάζει/ταίριαζε (α. «τ' αντρειωμένου τ' άρματα δεν πρέπει να πουλιούνται», δημ. τραγούδι
β. «πρέπει να ξεκινήσουμε πρωί για να προλάβουμε» γ. «πρέπει να σεβόμαστε τους ηλικιωμένους» δ. «έπρεπε να τον μαλώσεις» ε. «πρέπει τὸν Αἰνησιδάμου ἐγκωμίων τε μελέων λυράν τε τυγχανέμεν», Πίνδ.)
3. (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) ο πρέπων, η πρέπουσα, το πρέπον
αυτός που επιβάλλεται από τις υπάρχουσες συνθήκες ή από την καλή συμπεριφορά (α. «η συμπεριφορά σου δεν ήταν η πρέπουσα» β. «πρεπούσαις φιλοφροσύναις», Καισάρ. Δαπ.
γ. «ὕμνοις πρέποντες γάμοις», Πλάτ.)
4. (το ουδ. της μτχ. ενεστ. στον εν. και στα νεοελλ. και στον πληθ. ως ουσ.) το πρέπον, τα πρέποντα
το αρμόζον, το σωστό, το δίκαιο («ἀπάτη τις ἂν εἴη περὶ τὸ καλὸν τὸ πρέπον», Πλάτ.)
νεοελλ.
φρ. α) «πρέπει να...» — ίσως να..., πιθανώς να... («πρέπει νά 'ναι πολύ πλούσιος άνθρωπος»)
β) «έπρεπε να...» — θα ήταν χρήσιμο, θα άξιζε τον κόπο, θα ήταν ευχάριστο ή ευκταίο (α. «έπρεπε να μού μιλούσε εμένα έτσι και θα σού τον διόρθωνα» β. «έπρεπε να ήσουν στη θέση μου και τότε θα βλέπαμε τί θα έκανες»)
γ) «πρέπει να... [με αόρ. ή παρακμ.]» — προφανώς, αναμφιβόλως, εξάπαντος, κατ' ανάγκην (α. «πρέπει να έφυγε [ή να έχει φύγει] τέτοια ώρα» β. «ψύχρανε ο καιρός, κάπου πρέπει να έχει βρέξει» γ. «ώς τις πέντε πρέπει να έχεις διαβάσει όλα τα μαθήματά σου»)
δ) «καθώς [ή όπως] πρέπει»
ί) όπως επιβάλλεται, όπως αρμόζει («θα σού τον κάνω να φέρεται καθώς πρέπει»)
ii) (για πρόσ.) αξιοπρεπής, με ευγενική συμπεριφορά και καλούς τρόπους («είναι πολύ καθώς πρέπει κύριος»)
ε) «δεν σού πρέπεται» — δεν σού αρμόζει
αρχ.
1. (για αισθητήριους ερεθισμούς και εντυπώσεις που προκαλούνται στα αισθητήρια όργανα) γίνομαι σαφώς αντιληπτός
α) (σχετικά με την όραση) i) διακρίνομαι εύκολα, φαίνομαι («μετά δὲ πρέπει ἀγρομένοισιν», Ομ. Ιλ.)
ii) α) φαίνομαι να είμαι ή να κάνω κάτι («ὥς ὁ φρυκτὸς ἀγγέλων πρέπει», Αισχύλ.)
β) (σχετικά με την ακοή) γίνομαι ευκρινώς ακουστός («οἶμαι βοὴν ἄμικτον ἐν πόλει πρέπειν», Αισχύλ.)
γ) (σχετικά με οσμή) μοιάζω («ὅμοιος ἀτμὸς ὥσπερ ἐκ τάφου πρέπει», Αισχύλ.)
2. διακρίνομαι σε κάτι ή για κάτι, ξεχωρίζω ανάμεσα σε πολλούς («ἡδ' ὁμήγυρις στείχει γυναικῶν φάρεσιν μελαγχίμοις πρέπουσα», Αισχύλ.)
3. λάμπω, φαντάζω με λαμπρότητα («λαμπρὰ δὲ πανσέληνος ἐν μέσῳ σάκει... πρέπει», Αισχύλ.)
4. είμαι φανερά όμοιος με κάποιον ως προς τη μορφή («εἶδος γὰρ ὑπεροχωτάτᾳ πρέπειν Οὐρανιδᾱν θυγάτερι Κρόνου», Πίνδ.)
5. (το αρσ. της μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ πρέπων
είδος θαλάσσιου ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πρέπω ανάγεται σε ΙΕ ρίζα pr-ep-, που αποτελεί πιθ. εκτεταμένη μορφή της ρίζας per- «διαπερνώ, διατρυπώ» του πείρω και συνδέεται με το αρμεν. erewim «γίνομαι ορατός, φαίνομαι». Λιγότερο πιθανή είναι η σύνδεση του ρ. με το λιθουαν. periu «χτυπώ» (< ΙΕ ρίζα per- «χτυπώ») και τα πρέμνον και πρόμος. Το ρ. πρέπω από αρχική σημ. «γίνομαι αντιληπτός, διακρίνομαι, φαίνομαι, ξεχωρίζω, φαντάζω» εξελίχθηκε στη σημ., κυρίως στο γ' ενικό πρόσωπο, «αρμόζει, ταιριάζει» και «επιβάλλεται, αναγνωρίζεται, διακρίνεται, είναι αναγκαίο»].
Greek Monotonic
πρέπω: παρατ. ἔπρεπον, μέλ. πρέψω, αόρ. αʹ ἔπρεψα· λέγεται για εντυπώσεις σχετικά με αισθήσεις:
I. 1. λέγεται για την όραση, φαίνομαι καθαρά, διακρίνομαι, είμαι ορατός, ὁ δ' ἔπρεπε καὶ διὰ πάντων, σε Ομήρ. Ιλ.· με δοτ. πράγμ., διακρίνομαι σε κάποιο ή από κάποιο πράγμα, σε Αισχύλ., Ευρ.· απόλ., λάμπω, διακρίνομαι, είμαι εμφανής, σε Πίνδ., Αισχύλ.· με μτχ., είμαι ευδιάκριτος καθώς ενεργώ ή υπάρχω, σε Αισχύλ.
2. λέγεται για την ακοή, βοὰ πρέπει, η κραυγή ηχεί δυνατά και καθαρά, σε Πίνδ., Αισχύλ.
3. λέγεται για την όσφρηση, είμαι δυνατός ή δύσοσμος, σε Αισχύλ.
II. 1. είμαι εξαιρετικά όμοιος, μοιάζω, με δοτ., σε Πίνδ., Ευρ.
2. με απαρ., δράμημα φωτὸς Περσικὸν πρέπει μαθεῖν, το τρέξιμο αυτού είναι όμοιο με το περσικό, όταν το βλέπει κανείς, δηλ. μπορεί να διακρίνει εμφανώς ότι είναι περσικό, σε Αισχύλ.· ομοίως, πρέπει ὡς τύραννος εἰσορᾶν, σε Σοφ.
III. 1. είμαι εξαιρετικά κατάλληλος, γίνομαι, φαίνομαι, αρμόζω, ταιριάζω, με δοτ. προσ., θνατὰ θνατοῖσι πρέπει, σε Πίνδ. κ.λπ.· συχνά ως μτχ., πρέπον ἐστί ή ἦν, αντί πρέπει ή ἔπρεπε, σε Θουκ. κ.λπ., σπανίως με γεν., πρέπει ἦν δαίμονος τοὐμοῦ τόδε, σε Σοφ.· μτχ. ουδ. τὸ πρέπον, -οντος, αυτό που είναι αρμόζον, κατάλληλο, ταιριαστό, Λατ. decorum, σε Πλάτ.
3. σπανίως με πρόσωπο ως υποκ., πρέπων ἔφυς φωνεῖν, είσαι το αρμόδιο, κατάλληλο πρόσωπο να μιλήσει, σε Σοφ.
4. απρόσ., πρέπει, Λατ. decet, ταιριάζει, αρμόζει, πρέπει, με δοτ. προσ. και απαρ., οὐ πρέπει ἄμμιν λύειν τείχη, σε Θέογν.· ὡς πρέπει δούλοις λέγειν, σε Ευρ.· επίσης, με αιτ. προσ. και απαρ., τὸνπρέπει τυγχανέμεν ὕμνων, σε Πίνδ. κ.λπ.· μόνο με απαρ., πρέπει γαρυέμεν, στον ίδ.· όταν η αιτ. ακολουθ. μόνη της, πρέπει να εννοηθεί απαρ., τείσασθαι ὡς ἐκείνους πρέπει (ενν. τίσασθαι), σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
πρέπω: παρατ. ἔπρεπον, οὗτοι δ’ ἦσαν οἱ μάλιστα ἐν χρήσει χρόνοι: μέλλ. πρέψω, Αἰσχύλ. Εὐμ. 995, Πλάτ. Πολ. 269C, 288C· ἀόρ. ἔπρεψα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 393, Πλάτ. Χαρμ. 158C. ― Κυρίως ἐπὶ ἐντυπώσεων γενομένων ἐπὶ τῶν αἰσθήσεων, 1) ἐπὶ τῆς ὀράσεως, φαίνομαι ἐναργῶς, διακρίνομαι μεταξὺ πολλῶν, διαπρέπω, ἐξέχω, ὁ δ’ ἔπρεπε καὶ διὰ πάντων Ἰλ. Μ. 104· μετ’ ἀγρομένοισιν Ὀδ. Θ. 172, Ἡσ. Θεογ. 92· διακρίνομαι ἔν τινι ἢ διά τινος πράγματος, φάρεσιν μελαγχίμοις Αἰσχύλ. Χο. 12, πρβλ. Θήβ. 124, Εὐρ. Ἄλκ. 512, 1050, καὶ ἴδε ἐν λ. μετατρέπω· πρ. παρῇσι φοινίοις ἀμυγμὸς Αἰσχύλ. Χο. 24· ― λάμπω, διαλάμπω, περιφανής εἰμι, πειρῶντι χρυσὸς πρ. Πινδ. Π. 10. 106· πανσέληνος πρ. ἐν σάκει Αἰσχύλ. Θήβ. 390, πρβλ. Πέρσ. 239, Ἀγ. 241. 389· ἐπί τοι πρέπει ὄμμασιν αἰδὼς Ὕμν. εἰς Δήμ. 214· Ζεὺς πρέπων δι’ αἰθέρος Εὐρ. Ἑλ. 215· ― ἐνίοτε μετὰ μετοχ., φαίνομαι καθαρῶς, σαφῶς ὡς πράττων τι ἢ ὡς ὤν, ὁ φρυκτὸς ἀγγέλλων πρέπει Αἰσχύλ. Ἀγ. 30· σπλάγχνα… πρέπουσ’ ἔχοντες αὐτόθι 1222, πρβλ. Εὐμ. 995. 2) ἐπὶ ἐντυπώσεων γενομένων εἰς τὰ ὦτα, βοὰ πρέπει, ἡ βοὴ ἠχεῖ καθαρῶς καὶ σαφῶς, Πινδ. Ν. 3. 110, Αἰσχύλ. Ἀγ. 321. 3) ὀσμῆς, ὅμοιος ἀτμὸς ὥσπερ ἐκ τάφου πρέπει αὐτόθι 1311. ΙΙ. εἶμαι περιφανῶς ὅμοιός τινι, εἶμαι ὅμοιος, ὁμοιάζω, πρ. τινὶ εἶδος, εἶμαι ὅμοιος πρός τινα κατὰ τὴν μορφήν, Πινδ. Π. 2. 70· πρέποντα… ταύρῳ δέμας Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 301· εἴ τι σῇ δοκεῖ πρέπειν γυναικὶ Εὐρ. Ἄλκ. 1121· πρέπεις... θυγατέρων μορφὴν μιᾷ ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 917· ― ὡσαύτως μετ’ ἀπαρ., τοῦδε γὰρ δράμημα φωτὸς Περσικὸν πρέπει μαθεῖν, τὸ τρέξιμον τοῦ ἀνθρώπου τούτου εἶναι ὅμοιον πρὸς τὸ τῶν Περσῶν ὅταν βλέπῃ τις αὐτό, δηλ. δύναταί τις νὰ ἴδῃ ἐμφανῶς ὅτι εἶναι Περσικόν, Αἰσχ. Πέρσ. 247, πρβλ. Ἱκέτ. 719· συνηθέστερον μετὰ τοῦ ὡς ἢ ὥστε, πρέπει ὡς τύραννος εἰσορᾶν Σοφ. Ἠλ. 664· ὡς πένθιμος πρέπεις ὁρᾶν Εὐρ. Ἱκέτ. 1056· πρ. ὥστε θηρός... φόβη ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 1187. ΙΙΙ. ὡς καὶ νῦν, ἁρμόζω, μετὰ δοτ. προσ., θνατὰ θνατοῖσι πρέπει Πινδ. Ι. 5 (4). 20· εἶδος γάρ... πρέπειν… θυγατέρι Κρόνου Π. 2. 70· τοῖς ὀλβίοις γε καὶ τὸ νικᾶσθαι πρέπει Αἰσχύλ. Ἀγ. 941, πρβλ. Πλάτ. Πολιτ. 288C, Χαρμ. 158C, κτλ.· ὡσαύτως μετὰ προθέσ., ποῦ τάδ’ ἐν χρηστοῖς πρέπει; Εὐρ. Ἡρακλ. 510· οἷα δὴ εἰς πλῆθος πρέπει Ξεν. Κύρ. 2. 1, 24· ὡσαύτως μετὰ μετοχ., ὅ,τι γιγνόμενον ἂν πρέποι Πλάτ. Ἐπιν. 976C, πρβλ. Πολιτ. 269C, 288C· οὕτως, πρέποι γὰρ ἂν (ἐξυπ. λεχθεῖσα) ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 219C. 2) συχν. κατὰ μετοχ., ὕμνοι πρέποντες γάμοις ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 460Α, κτλ.· οὕτω, πρέπον ἐστὶ ἢ ἦν, κεῖνται πολλάκις ἀντὶ τοῦ πρέπει ἢ ἔπρεπε, ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 503Ε· ἤν τι ἄλλο πρέπον εἶναι δοκεῖ Θουκ. 6. 26· σπανιώτατα μετὰ γεν., πρ. ἦν δαίμονος τοὐμοῦ τόδε Σοφ. Αἴ. 534· πρβλ. Θωμᾶν Μάγιστρ. 734 καὶ ἴδε ἐν λ. πρεπόντως. β) μετοχ. οὐδ., τὸ πρέπον, οντος, τὸ ἁρμόζον, τὸ προσῆκον, Λατ. decorum (Κικ. ἐν Offic. 1. 17), Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 294Α κἑξ.· πρὸς τὸ μέτριον καὶ τὸ πρ. ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 284Ε, κτλ.· οὕτω, πρέποντα πάσχειν Ἀντιφῶν 123. 24· πρέποντα τῇ συγγενεία ποιεῖν Ἰσοκρ. 212D. 3) σπανίως μετὰ προσωπικοῦ ὑποκειμένου πρέπων ἔφυς πρὸ τῶνδε φωνεῖν, εἶσαι τὸ ἁρμόδιον πρόσωπον νά..., Σοφ. Ο. Τ. 9· Πομπήιος... πάνυ τοῖς ἔπεσι πρέπων, ἁρμόζων εἰς…, Πλουτ. Πομπ. 72, πρβλ. Ποπλικ. 17. 4) ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας κατὰ τὸ πλεῖστον ἀπροσ., πρέπει, Λατ. decet, εἶναι ἁρμόδιον, ἁρμόζει, ἐπί τε ἐξωτερικῶν περιστάσεων καὶ ἠθικῆς ἁρμοδιότητος, μετὰ δοτ. προσ. καὶ ἀπαρ., τὰ πρέπει μᾶλλον βαρβάροισι ποιέειν εἴπερ Ἕλλησι Ἡρόδ. 9. 79· οὐδὲν ἔτι πρέπει νῷν δάσασθαι Πινδ. Π. 4. 261· πρέπει ἐσλοῖσι αἰνεῖσθαι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 86, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 483, 941, Εὐρ. Ἱππ. 115, κτλ.· δίκας… οἵας ἐκείνοισι πρέπει (ἐξυπακ. αὐτὸν δοῦναι) Ἡρόδ. 8. 114. β) μετ’ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρ., πρέπει τόν... ἐγκωμίων… τυγχανέμεν Πινδ. Ο. 2. 83· πρβλ. Αἰσχύλ. Ἱκ. 203, Σοφ. Τρ. 728, Θουκ. 1. 86, κτλ. γ) μόνον μετ’ ἀπαρ., πρέπει γαρυέμεν Πινδ. Ν. 7. 121, πρβλ. Π. 5. 57, Αἰσχύλ. Θήβ. 656, Ἀγ. 636, κτλ. δ) ὁπόταν ὑπάρχῃ μόνον αἰτ., πρέπει νὰ νοῆται ἀπαρέμφατόν τι, οἷον τίσασθαι οὕτω, ὡς ἐκείνους [τίσασθαι] πρέπει Ἡρόδ. 4. 139, πρβλ. 8. 68, 1· ἀμείβεσθαι ὡς ξένους [ἀμείβεσθαι] πρέπει Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 195· πρέπει γοῦν σοι [ἀποκρίνεσθαι] Ξεν. Ἑλλ. 4. 1. 37· πρβλ. Πλάτ. Πρωτ. 312Β, κ. ἀλλ. ― Ἴδε Κόντου Σχόλια ἐν Ἀθηνᾶς τ. Β΄, σ. 489.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: to draw attention, to distinguish oneself, to excel, also, mostly impers., πρέπει, it is fitting, appropriate (Il.).
Other forms: rare fut. and aor. πρέψ-ω, -αι (A., Pl.).
Compounds: Often w. prefix, e.g. δια-, μετα- (cf. Leumann Hom. Wörter 94f.), ἐν-, ἐπι-.
Derivatives: πρεπ-ώδης (Att.), -όντως (Pi., Att.) fitting, appropriate, -τός (εὔ- πρέπω) drawing attention (A. a.o.); often from the prefixcompp., e.g. μετα-, δια-, ἐκ-πρεπ-ής, also εὑ-, ἀρι-πρεπ-ής striking, excelling, fitting etc.. (Il.) with εὑπρέπ-εια (Att.), -έω, -ίζω (Aq.) a.o. Here also πρέπων, -οντος m. n. of a fish (Opp., Ael.) prop. "which is fitting (for eating)"? (Strömberg Fischn. 33). -- On θεοπρόπος s. v.
Origin: IE [Indo-European] [845] *kʷrep- be remarkable, appearance, form
Etymology: Identical with Arm. erewim become visible, appear, interpreted as *prep-. An old independent formation is Arm. eres, usually pl. eres-k gen. -ac `face, appearance: IE *prep-s-ā. Celtic too seems to have maintained a derivation from this verb in OIr. richt form, shape, Welsh rhith species: IE *kʷr̥p-tu-. Quite uncertain is the connection of OHG furben purify, clean. -- The further analysis in *pr-ep- connecting IE *per- in πείρω pierce (as Fr. percer; Pott, Buttmann Lexil. 1, 20) or even IE per- in Lith. periù beat (as Fr. frapper, frappant; Grošelj Živa Ant. 6, 237 f. including πρέμνον) remains uncertain (cf. δρέπω: δέρω?); see now below. To be rejected Specht KZ 68, 124: πρέ-πω prop. *`I am the first' to πρό-μος with interchange π πρέπω μ. The comparisom with Lat. crepundia prop. *'fitting ornament' ? (Leumann Gnomon 9, 242 as uncertain supposition) cannot be combined with Arm. erewim. -- It has been argued that the root was *kʷrep- (Schindler BSL 67(1972)67; thus Clackson 1994, 165f);
Middle Liddell
I. of impressions on the senses,
1. on the eye, to be clearly seen, to be conspicuous, ὁ δ' ἔπρεπε καὶ διὰ πάντων Il.; c. dat. rei, to be distinguished in or by a thing, Aesch., Eur.:—absol. to shine forth, show itself, appear, Pind., Aesch.; with a part., to be clearly seen as doing or being, Aesch.
2. on the ear, βοὰ πρέπει the cry sounds loud and clear, Pind., Aesch.
3. on the smell, to be strong or rank, Aesch.
II. to be conspicuously like, to be like, to resemble, c. dat., Pind., Eur.
2. c. inf., δράμημα φωτὸς Περσικὸν πρέπει μαθεῖν his running is like Persian to behold, i. e. one may see it is Persian, Aesch.; so, πρέπει ὡς τύραννος εἰσορᾶν Soph.
III. to be conspicuously fit, to become, beseem, suit, c. dat. pers., θνατὰ θνατοῖσι πρέπει Pind., etc.
2. often in part., πρέπον ἐστί or ἦν for πρέπει or ἔπρεπε, Thuc., etc.; rarely c. gen., πρ. ἦν δαίμονος τοὐμοῦ τόδε Soph.:—part. neut. τὸ πρέπον, οντος, that which is seemly, fitness, propriety, Lat. decorum, Plat.
3. rarely with a person as the subject, πρέπων ἔφυς φωνεῖν art the fit person to speak, Soph.
4. impers. πρέπει, Lat. decet, it is fitting, it beseems, suits, becomes, c. dat. pers. et inf., οὐ πρέπει ἄμμιν λύειν τείχη Theogn.; ὡς πρέπει δούλοις λέγειν Eur.:—also c. acc. pers. et inf., τὸν πρέπει τυγχανέμεν ὕμνων Pind., etc.:—c. inf. only, πρέπει γαρυέμεν Pind.:—when an acc. alone follows, an inf. must be supplied, τίσασθαι ὡς ἐκείνους πρέπει (sc. τίσασθαι) Hdt.
Frisk Etymology German
πρέπω: (seit Il.),
{prépō}
Forms: selten Fut. und Aor. πρέψω, -αι (A., Pl.),
Grammar: v.
Meaning: in die Augen fallen, hervorstechen, sich auszeichnen, auch, meist impers., πρέπει, es ziemt sich, es ist angemessen.
Composita: oft m. Präfix, z.B. δια-, μετα- (vgl. Leumann Hom. Wörter 94f.), ἐν-, ἐπι-,
Derivative: Davon πρεπώδης (att.), -όντως (Pi., att.) angemessen, ziemlich, -τός (εὔ- ~) in die Augen fallend (A. u.a.); oft von den Präfixkompp.,z.B. μετα-, δια-, ἐκπρεπής, auch εὐ-, ἀριπρεπής hervorstechend, ausgezeichnet, geziemend (seit Il.) mit εὐπρέπεια (att.), -έω, -ίζω (Aq.) u.a. Hierher noch πρέπων, -οντος m. N. eines Fisches (Opp., Ael.) eig. "der sich (zum Essen) eignet"? (Strömberg Fischn. 33). — Zu θεοπρόπος s. bes.
Etymology: Mit arm. erewim sichtbar werden, erscheinen uridentisch: idg. *prep-. Eine alte selbständige Bildung ist arm. eres, gew. pl. eres-k‘ Gen. -ac Gesicht, Antlitz: idg. *prep-s-ā. Auch das Keltische scheint einen Ableger dieses Verbs bewahrt zu haben in air. richt Form, Gestalt, kymr. rhith species: idg. *pr̥p-tu-. Ganz unsicher ist die Heranziehung von ahd. furben reinigen, säubern. — Die weitere Zerlegung in *pr-ep- mit Anschluß an idg. per- in πείρω durchbohren (wie frz. percer; Pott, Buttmann Lexil. 1, 20) oder sogar an idg. perin lit. periù schlagen (wie frz. frapper, frappant; Grošelj Živa Ant. 6, 237 f. mit Einbeziehung von πρέμνον) bleibt offen (vgl. immerhin δρέπω: δέρω). Abzulehnen Specht KZ 68, 124: πρέπω eig. *ich bin der erste zu πρόμος mit Wechsel π ~ μ. Der Vergleich mit lat. crepundia eig. *’geziemender Schmuck’ ? (Leumann Gnomon 9, 242 als unsichere Vermutung) ist mit arm. erewim unvereinbar.
Page 2,591-592
Chinese
原文音譯:pršpw 普雷坡
詞類次數:動詞(7)
原文字根:理應 相當於: (נָאוֶה)
字義溯源:合宜*,理當,正確,有益,合乎,合適,適於
同源字:1) (εὐπρέπεια)優美 2) (μεγαλοπρεπής)相當威榮的 3) (πρέπω)合宜
出現次數:總共(7);太(1);林前(1);弗(1);提前(1);多(1);來(2)
譯字彙編:
1) 合乎(2) 提前2:10; 多2:1;
2) 合宜的(1) 來2:10;
3) 有益的(1) 來7:26;
4) 適於(1) 弗5:3;
5) 合宜麼(1) 林前11:13;
6) 理當(1) 太3:15
Mantoulidis Etymological
(=διαπρέπω, ταιριάζω). Λέξη πρωτότυπη.
Παράγωγα: πρεπόντως, πρεπτός (=περίφημος), εὔπρεπτος, πρεπώδης (=κατάλληλος), θεοπρόπος (=προφητικός), μεγαλοπρεπής, (ἀρι, δια, ἐκ, εὐ, μετα, ἀ)πρεπής.