πολυτρόφος
Greek Monolingual
-ον, Α
(με ενεργ. σημ.)
1. αυτός που παρέχει άφθονη τροφή
2. πολύ θρεπτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. παντο-τρόφος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.].
-ον, Α
(με ενεργ. σημ.)
1. αυτός που παρέχει άφθονη τροφή
2. πολύ θρεπτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. παντο-τρόφος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.].