πολυτρεφής

Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

ές,

   A = πολυτραφής, ὕδωρ Nonn.D.40.362 (s.v.l.).

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
πολυτραφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -τρεφής (< τρέφος < τρέφω), πρβλ. απαλο-τρεφής].