πολυτρεφής

From LSJ

γυναῖκα γὰρ δὴ συμπονεῖν γυναικὶ χρή → a woman ought to help a woman

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυτρεφής Medium diacritics: πολυτρεφής Low diacritics: πολυτρεφής Capitals: ΠΟΛΥΤΡΕΦΗΣ
Transliteration A: polytrephḗs Transliteration B: polytrephēs Transliteration C: polytrefis Beta Code: polutrefh/s

English (LSJ)

πολυτρεφές, = πολυτραφής, ὕδωρ Nonn. D. 40.362 (s.v.l.).

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
πολυτραφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -τρεφής (< τρέφος < τρέφω), πρβλ. απαλοτρεφής].