πολυτρίπους

Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

[ῐ], ὁ, ἡ, gen. ποδος,

   A abounding in tripods, AP 7.709 (Alexander).

German (Pape)

[Seite 675] οδος, reich an Dreifüßen, Sparta, Alex. Aet. 3 (VII, 709).

Greek (Liddell-Scott)

πολυτρίπους: [ῐ], ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πολλοὺς τρίποδας, Ἀνθ. Π. 7. 709.

French (Bailly abrégé)

οδος (ὁ, ἡ)
riche en trépieds.
Étymologie: πολύς, τρίπους.

Greek Monolingual

-ποδος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει πολλούς τρίποδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + τρίπους.