πολυτρίπους
English (LSJ)
[ῐ], ὁ, ἡ, gen. ποδος,
A abounding in tripods, AP 7.709 (Alexander).
German (Pape)
[Seite 675] οδος, reich an Dreifüßen, Sparta, Alex. Aet. 3 (VII, 709).
Greek (Liddell-Scott)
πολυτρίπους: [ῐ], ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πολλοὺς τρίποδας, Ἀνθ. Π. 7. 709.
French (Bailly abrégé)
οδος (ὁ, ἡ)
riche en trépieds.
Étymologie: πολύς, τρίπους.
Greek Monolingual
-ποδος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει πολλούς τρίποδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + τρίπους.