τρίπους

From LSJ

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐ́πους Medium diacritics: τρίπους Low diacritics: τρίπους Capitals: ΤΡΙΠΟΥΣ
Transliteration A: trípous Transliteration B: tripous Transliteration C: tripous Beta Code: tri/pous

English (LSJ)

[ῐ], τρίποδος ὁ, ἡ, τρίπουν, τό,
A three-footed, of three feet or with three feet: and so,
I measuring three feet, τ. τὸ εὖρος Hdt.3.60; τρίπουν πλάτος IG12.372.14, al.; ὅρους.. μὴ ἔλαττον ἢ τρίποδας ib.22.2492.24; τρίπους [γραμμή] Pl.Men.83e; ἡ τρίπους [δύναμις] the side of a square three feet in area, Id.Tht.147d.
II going on three feet, prov. of an old man who leans on a staff, τρίποδι βροτῷ Hes.Op.533 (but τρίποδι βροτοὶ ἶς οι is prob. cj.); τρίποδας ὁδοὺς στείχει A.Ag.80 (anap.); cf. τριτοβάμων, and see the Sphinx's riddle in AP14.64.
III of tables, vessels, etc., three-legged, τ. λέβης A.Fr.1; τράπεζα Ar.Fr.530; ὑπόβασις Semus 15:—but mostly
IV as substantive, τρίπους, ὁ,
1 tripod, i.e. three-legged cauldron, Il.18.344, Od.8.434, etc.; τρίπους ἐμπυριβήτης Il.23.702; ὑψίβατος τρίπους ἀμφίπυρος S.Aj.1405 (anap.); ἄπυροι τρίποδες tripods untouched by fire, i.e. new, unused, Il.9.122, cf. Paus.4.32.1; used as κρατῆρες, Semus l. c., Phylarch.44J.; given as prizes, Il.11.700, 23.264, al.; as gifts of honour, 8.290, Od.13.13; in Crete used as currency, GDI4969.130; placed as votive gifts in temples, especially in that of Apollo at Delphi, Th.1.132, SIG697 L3 (Delph., ii B. C.), etc.; ἡ τοῦ τρίποδος ἀνάθεσις Lys.21.2; these were then called τρίποδες ἀναθηματικοί, τρίποδες Δελφικοί, Apollon.Lex.; a street at Athens adorned with these gifts was called οἱ Τρίποδες, Paus.1.20.1; or they were preserved in private houses, Pi.I.1.19; they were mostly of bronze, Paus.4.12.8, but sometimes of precious metals, even of gold, Pi.P.11.4, Hdt.9.81, Ar.Pl.9, Paus.10.13.9; sometimes of wood, ξύλινοι τρίποδες Id.4.12.8; from a tripod the Delphic Priestess delivered her oracles, E.Ion91 (anap.), Or.164 (lyr.), Orac. ap. Ar.Eq.1016, etc.: metaph., ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται [ὁ ποιητής] Pl.Lg.719c: prov., ἐκ τρίποδος λέγειν, i.e. authoritatively, Ath.2.37f; τὰ ἀπὸ τρίποδος, τὰ ἐκ τρίποδος, Zen.6.3, Diogenian.8.21, cf. Plu.Dem.29.
b Τρίπους, name of a work by Nausiphanes, D.L.10.14; of a work by Glaucias the Empiric, Gal.Subf.Emp.p.63B.
2 as a landmark, SIG826 E 13.23 (Delph., ii B. C.), 827 D15 (ibid., ii A.D.).
3 three-legged table, X.An.7.3.21, Plu.Cleom.13; κύκλος τρίποδος the circular top of... Artem.5.20, cf. 1.74.
4 a kind of earring, Poll.5.97.
5 a musical instrument, described by Artemoap.Ath.14.637b. (The oldest nom. of stem τριποδ- is prob. τρίπος (q.v.), which comes from τριποδς but was later regarded as an o-stem.)

German (Pape)

[Seite 1146] ουν, gen. -ποδος, dreifüßig, dreibeinig; τρίποδας μὲν ὁδοὺς στείχει Aesch. Ag. 80, von dem Alten, der sich auf den Stab stützt; – gew. als subst., ὁ τρίπους, der Dreifuß, ein dreifüßiger, eherner Kessel, den man über das Feuer stellte und Wasser darin kochte; Od. 10, 359 Il. 18, 344; ἀμφὶ πυρὶ στῆσαι τρίποδα 22, 443; dah. heißt er ἐμπυριβήτης, Il. 23, 702; τρίποδες ἄπυροι, 9, 122. 264, entweder die noch nicht am Feuer gebraucht sind, oder die wegen ihrer vorzüglich schönen Arbeit nur zur Zierde dienen, 18, 373 ff.; sie werden als Kampfpreise vertheilt, Il. 11, 700. 23, 264. 485. 513. 718, Hes. O. 659, u. dienen zu Ehrengeschenken, Il. 8, 290 Od. 13, 13. 15, 84; τριπόδεσσιν καὶ λεβήτεσσιν φιάλαισί τε χρυσοῦ ἐκόσμησαν δόμον Pind. I. 1, 19; ἀμφίπυρος Soph. Ai. 1384; später dienten sie bes. zu Weihgeschenken, die in den Tempeln der Götter, z. B. des Apollo zu Delphi als Denk- od. Siegeszeichen aufgestellt wurden; sie waren von kunstvoller Arbeit und zuweilen von edeln Metallen, Her. 8, 82 Thuc. 1, 132 Paus. 10, 13, 5; sie heißen ἀναθηματικοί oder Δελφικοί, – Nach diesen hieß in Athen eine Straße οἱ τρίποδες. – Die delphische Priesterinn weissagte von einem Dreifuß, vgl. Eur. Or. 163. 954 Ion 91 u. öfter; dah. sprichwörtlich ὥσπερ ἐκ τρίποδος, wie vom delphischen Dreifuß, unfehlbar, zuversichtlich, Sp. – Auch ein Tisch mit drei Füßen, Xen. An. 7, 3, 21; vgl. Ath. II, 49. – Auch = drei Fuß lang, breit; τρ. τὸ εὖρος Her. 3, 60; γραμμή Plat. Men. 83 e.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén. τρίποδος
I. à trois pieds : τρίποδας ὁδοὺς στείχειν ESCHL faire la route sur trois pieds, càd à l'aide d'un bâton ; ὁ τρίπους :
1 trépied, vase à trois pieds;
2 siège à trois pieds, particul. trépied sacré d'Apollon sur lequel siégeait la Pythie pour rendre ses oracles ; τὰ ἐς τρίποδος PLUT les oracles du trépied;
3 table à trois pieds;
II. long, large, etc. de trois pieds.
Étymologie: τρεῖς, πούς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρίπους -πουν, gen. -ποδος [τρι-, πούς] van drie voet, drie voet lang, drie voet breed; subst. ἡ τρίπους lijnstuk van drie voet; kwadraat van drie voet. met drie voeten:. τρίπους βροτός drievoetige sterveling (oude man met stok) Hes. Op. 533; τὸ ὑπέργηρων... τρίποδας ὁδοὺς στείχει extreme ouderdom gaat wegen met drie voeten (d.w.z. loopt met stok) Aeschl. Ag. 80. subst. ὁ τρίπους drievoet; tafel met drie poten; overdr.: ὁ τρίπους τῆς Μούσης de drievoet van de Muze (bron van inspiratie) Plat. Lg. 719c.

Russian (Dvoretsky)

τρίπους: 2, gen. ποδος
1 треногий (τράπεζα Arph.);
2 размером в три фута (γραμμή Plat.);
3 идущий на трех ногах, т. е. опирающийся на палку (βροτός Hes.): τριπόδας ὁδοὺς στείχειν Aesch. идти, опираясь на палку.
ποδος ὁ
1 котел на трех ножках: τ. ἐμπυριβήτης Hom. или ἀμφίπυρος Soph. треногий котел для нагревания воды, кипятильник;
2 треногий стол Xen., Plut.;
3 культ. священный треножник (Пифии) Plat.: τὰ ἐκ τρίποδος (sc. Δελφικοῦ) Plut. прорицания Дельфийского оракула.

Greek (Liddell-Scott)

τρίπους: ποδος, ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ ἔχων τρεῖς πόδας, ἐκ τριῶν ποδῶν συγκείμενος ὅθεν Ι. ὁ ἔχων ἔκτασιν τριῶν ποδῶν, τρ. τὸ εὖρος Ἡρόδ. 3. 60· τρ. πλάτος Συλλ. Ἐπιγρ. 160Α. 14. ὅρους... μὴ ἔλαττον ἢ τρίποδας αὐτόθι 93. 24· τρ. γραμμὴ Πλάτ. Μένων 83Ε. ΙΙ. ὁ βαδίζων ἐπὶ τριῶν ποδῶν, παροιμ., ἐπὶ γέροντος στηριζομένου ἐπὶ τῆς βακτηρίας, τρίποδι βροτῷ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 531· τρίποδας ὁδοὺς στείχει Αἰσχύλ. Ἀγ. 80· πρβλ. τριτοβάμων, καὶ ἴδε τὸ αἴνιγμα τῆς Σφιγγὸς ἐν τῇ Ὑποθέσει εἰς Σοφ. Ο. Τ. ΙΙΙ. ἐπὶ τραπεζῶν, ἀγγείων, κλπ., ὁ ἔχων τρεῖς πόδας, τρ. λέβης Αἰσχύλ., Ἀποσπ. 1· τράπεζα Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 447· ὑπόβασις Σῆμος παρ’ Ἀθην. 38Β· ― ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον IV. ὡς οὐσιαστ., τρίπους, ὁ, 1) λέβης ἐκ χαλκοῦ ἔχων τρεῖς πόδας, ἀμφὶ πυρὶ στῆσαι τρίποδα μέγαν Ἰλ. Σ. 344 κἑξ., Ὀδ. Θ. 434, κλπ.· τρίπους ἐμπυριβήτης Ἰλ. Ψ. 702· ὑψίβατος τρ. ἀμφίπυρος Σοφ. Αἴ. 1405· ― πλὴν τούτων ὑπῆρχον καὶ τρ. ἄπυροι, μὴ προωρισμένοι διὰ τὸ πῦρ, οἵτινες, φαίνεται, ἦσαν εἰργασμένοι μετὰ πολλῆς τέχνης καὶ ἐτηροῦντο ὡς κοσμήματα τοῦ οἴκου, Ἰλ. Ι. 122, 264, πρβλ. Σ. 373 κἑξ., Παυσ. 4. 32, 1· ― ἢ ἐχρησίμευον ὡς κρατῆρες, Σῆμος παρ’ Ἀθην. 38Α, Φύλαρχος αὐτόθι 142D. ― Παρ’ Ὁμ. συχνάκις μνημονεύονται τρίποδες διδόμενοι ὡς ἆθλα, ἵπποι… ἐλθόντες μετ’ ἄεθλα· περὶ τρίποδος γὰρ ἔμελλον θεύσεσθαι Ἰλ. Λ. 700· ἱππεῦσιν… ἄεθλα θῆκε γυναῖκα ἄγεσθαι... καὶ τρίποδ’ ὠτώεντα Ψ. 204, 485, κλπ.· ὡσαύτως ὡς τιμητικὸν δῶρον, πρώτῳ τοι μετ’ ἐμὲ πρεσβήϊον ἐν χερὶ θήσω, ἢ τρίποδ’ ἠὲ δύω ἵππους αὐτοῖσιν ὄχεσθιν Θ. 290, Ὀδ. Ν. 13. Ἐν μεταγεν. χρόνοις τρίποδες λεπτῆς ἐργασίας φέροντες ἐπιγραφὰς ἐτίθεντο ὡς ἀναθηματικὰ δῶρα ἐν ναοῖς, μάλιστα δὲ ἐν τῷ τοῦ Ἀπόλλωνος ἐν Δελφοῖς· οὗτοι τότε ἐκαλοῦντο τρ. ἀναθηματικοί, Δελφικοὶ (Ἀπολλωνίου Λεξικ. Ὁμηρ.)· καὶ ὁδὸς δέ τις ἐν Ἀθήναις κοσμουμένη διὰ τῶν ἀναθημάτων τούτων ἐκαλεῖτο οἱ Τρίποδες, Παυσ. 1. 20, 1· ἢ διετηροῦντο ἐν τοῖς οἴκοις, Πινδ. Ι. 1. 27. Κατὰ τὸ πλεῖστον ἦσαν ἐκ χαλκοῦ, ἐνίοτε ὅμως καὶ ἐκ πολυτίμων μετάλλων, ἔτι δὲ καὶ ἐκ χρυσοῦ, Ἡρόδ. 8. 82., 9. 81, Πινδ. Π. 11. 7, Ἀριστοφ. Πλ. 9, Θουκ. 1. 132, Λυσί. 161, 38, Παυσ. 10. 13, 9, πρβλ. Λεξικ. Ἀρχαιοτ.· ἐνίοτε ἐκ ξύλου, Παυσ. 4. 12, 8. 2)ἐκ τοιούτου τινὸς τρίποδος (Λατ. cortina) ἡ ἐν Δελφοῖς ἱέρεια ἐχρησμοδότει καθημένη ἐπὶ τοῦ ὅλμου (ἴδε τὴν λέξ.), Εὐρ. Ἴων 91, Ὀρ. 161, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1016, κλπ.· ― μεταφ., ὅταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται [ὁ ποιητὴς] Πλάτ. Νόμ. 719C· παροιμ., ὡς ἐκ τρίποδος λέγειν, δηλ. αὐθεντικῶς, δογματικῶς, Ἀθήν. 37, ἐν τέλ.· οὕτω, τὰ ἀπὸ τρίποδος, τὰ ἐκ τρ. Παροιμιογρ., πρβλ. Πλουτ. Δημοσθ. 29. 3) ὡς ὅριον γῆς, Συλλ. Ἐπιγρ. 93 24., 1711Α, 15. 4) τράπεζα ἔχουσα τρεῖς πόδας, Ξεν. Ἀν. 7. 3, 21, Πλούτ., κλπ. 5) εἶδος ἐνωτίου ἔχοντος σχῆμα τρίποδος, Πολυδ. Ε΄, 97. 6) μυστικόν τι ὄργανον περιγραφόμενον ὑπὸ τοῦ Ἀρτέμωνος παρ’ Ἀθην. 637Β. ― Ἴδε Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτ. ― Πρβλ. Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 397-398, 866.

English (Slater)

τρῐπους (-όδων, -όδεσσι(ν).) tripod ἴτε πὰρ Μελίαν χρυσέων ἐς ἄδυτον τριπόδων θησαυρόν (P. 11.4) τριπόδεσσιν ἐκόσμησαν δόμον (i. e. which they had won as prizes in festivals) (I. 1.19) ἔνθεν μὲν [τ]ριπόδεσσί τε καὶ θυσίαις[ (supp. Lobel: cf. fr. 66) fr. 59. 11.

Spanish

trípode

Greek Monolingual

-η, -ο / τρίπους, τρίπουν, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τρίπους Ν, και ποιητ. τ. τρίπος Α
1. αυτός που έχει τρία πόδια
2. (σχετικά με πρόσ. και ιδίως γέροντα που στηρίζεται σε ραβδί) αυτός που βαδίζει με τρία πόδια («τρίποδι βροτῷ», Ησίοδ.)
3. (σχετικά με έπιπλα ή σκεύη) αυτός που στηρίζεται σε τρία πόδια (α. «τρίποδο μαγκάλι» β. «τρίπους λέβης», Αισχύλ.
γ. «καὶ πόθεν ἐγώ τρίπουν τραπεζαν λήψομαι», Αριστοφ.)
4. (το ουδ. και το αρσ. ως ουσ.) το τρίποδο και ο τρίπους
η πυροστιά, ο πυροστάτης
5. (το αρσ. στον λόγ. τ. ως ουσ.) ο τρίπους
α) το υπόβαθρο με τρία πόδια πάνω στο οποίο καθόταν η Πυθία και χρησμοδοτούσε στο μαντείο τών Δελφών («θάσσει δὲ γυνὴ τρίποδα ζάθεον Δελφίς», Ευρ.)
β) (στην αρχαιότητα) περίτεχνα επεξεργασμένο σκεύος με τρία πόδια που δινόταν ως έπαθλο σε αγώνες ή ως αναθηματικό δώρο σε ναούς και ιερά ή ως τιμητικό δώρο σε κάποιον (α. «ἱππεῡσιν... ἄθλεα θῆκε γυναῖκα ἄγεσθαι... και τρίποδ' ὠτώεντα», Ομ. Ιλ.
β. «ἐνεγράφησαν Τήνιοι ἐν Δελφοῖσι ἐς τὸν τρίποδα», Ηρόδ.
γ. «ἐπὶ τὸν τρίποδά ποτε τὸν ἐν Δελφοῖς, ὃν ἀνέθεσαν οἱ Ἔλληνες», Θουκ.
δ. «πρώτῳ τοι μετ' ἐμὲ πρεσβήϊον ἐν χερὶ θήσω, ἢ τρίποδ' ἠὲ δύω ἵππους», Ομ. Ιλ.)
6. φρ. «ομιλώ από τρίποδος» και «ὡς ἐκ τρίποδος λέγω» — αποφαίνομαι δογματικά με την πεποίθηση ότι είμαι αλάθητος
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. ο τρίποδας, το στρίποδο
2. φρ. α) «αλλήρειος τρίπους» ή «τρίπους του Χάλερ»
ανατ. ονομασία της κοινής ηπατικής της αριστερής γαστρικής και της σπληνικής αρτηρίας που εκφύονται σε σχήμα τρίποδα από την κοιλιακή αρτηρία
β) «ζωικός τρίπους» — χαρακτηρισμός τών τριών ουσιωδών για τη ζωή οργάνων, δηλαδή του εγκεφάλου, της καρδιάς και τών πνευμόνων
γ) «Τρίπους του Ζωγράφου»
αστρον. μικρός αστερισμός του Νότιου Ημισφαιρίου, αλλ. Οκρίβας
αρχ.
1. αυτός που έχει διαστάσεις τριών ποδών («τρίπους δὲ τὸ εὗρος», Ηρόδ.
β. «τρίπους γραμμή», Πλατ.)
2. το αρσ. ως ουσ. α) λέβητας, καζάνι (α. «τοὶ δ' ὑψίβατον τρίποδ' ἀμφίπυρον λουτρών ὁσίων θέσθ'», Σοφ.
β. «ἀμφὶ πυρὶ στῆσαι τρίποδα μέγαν», Ομ. Ιλ.)
β) τραπέζι με τρία πόδια
γ) είδος σκουλαρικιού
δ) ορόσημο
3. (το αρσ. στον πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Τρίποδες
οδός στην αρχαία Αθήνα διακοσμημένη με αναθηματικούς τρίποδες
4. φρ. α) «τρίπους ἐμπυριβήτης» — η πυροστιά
β) «τρίπους ἄπυρος» — τρίπους, καλλιτεχνικά επεξεργασμένος, που δεν προοριζόταν για την φωτιά αλλά τον τοποθετούσαν ως κόσμημα στο σπίτι
γ) «χορηγικός τρίπους» — τρίπους αφιερωμένος σε ιερό από χορηγό που είχε νικήσει σε αγώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + πούς, ποδός (πρβλ. πολύπους, τετράπους). Η λ. απαντά και στη Μυκηναϊκή (πρβλ. μυκην. tiripo) και αντιστοιχεί στα: λατ. tripēs, αρχ. ινδ. tripad-].

Greek Monotonic

τρίπους: [ῐ], -ποδος, ὁ, ἡ, -πουν, τό, αυτός που έχει τρία πόδια ή που αποτελείται από τρία πόδια· και ομοίως·
I. αυτός που έχει έκταση τριων ποδιών, σε Ηρόδ., Πλάτ.
II. αυτός που βαδίζει με τρία πόδια, λέγεται για ηλικιωμένο που στηρίζεται σε μαγκούρα, σε Ησίοδ.· ομοίως, τρίποδας ὁδοὺς στείχει, σε Αισχύλ.
III. αυτός που έχει τρία πόδια (λέγεται για τραπέζι κ.λπ.)·
1. τρίποδας, μπρούτζινη χύτρα ή καζάνι με τρία πόδια, σε Όμηρ.· από ένα τρίποδα τέτοιου είδους (Λατ. cortina) η ιέρεια των Δελφών έδινε τους χρησμούς της, σε Ευρ., Αριστοφ.
2. τραπέζι με τρία πόδια, σε Ξεν.

Middle Liddell

τρί-˘πους,
three-footed, of or with three feet: and so
I. measuring three feet, Hdt., Plat.
II. going on three feet, of an old man who leans on a staff, Hes.; so, τρίποδας ὁδοὺς στείχει Aesch.
III. with three feet, three-legged:
1. a tripod, a three-footed brass kettle or caldron, Hom.: —from a tripod of this kind (Lat. cortina) the Delphic Priestess delivered her oracles, Eur., Ar.
2. a three-legged table, Xen.

English (Woodhouse)

having three legs, three feet long

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

-ποδος Ἀπό τό τρίς + πούς, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη τρίαινα.

Léxico de magia

trípode τρίποδα καὶ τράπεζαν ἐλάϊνον en una práctica de visión directa coloca un trípode y una mesa de madera de olivo P III 291 λαβὼν τρίποδα ἐπίθες ἐπὶ βωμὸν γήϊνον, ἐπίθυε ζμύρναν καὶ λίβανον toma un trípode, ponlo en un altar de hecho de tierra y quema mirra e incienso P V 200 παράθες παρὰ τὸν τρίποδα δέπαστρον ἢ κόγχην ἔχουσαν ὕδωρ καθαρόν coloca al lado del trípode una copa o una concha con agua pura P III 301 καὶ ἐλεύσεταί σοι τὸ θεῖον πρὸ αὐτοῦ σείων ὅλον τὸν οἶκον καὶ τὸν τρίποδα y vendrá a ti la divinidad sacudiendo ante sí misma toda la casa y el trípode P III 193 para poner elementos de la práctica σκεπάσας τὸν τρίποδα σινδόνι καθαρᾷ ἐπίθες τῷ τρίποδι θυμιατήριον καλόν cubre el trípode con un lienzo limpio y pon sobre él un bello incensario P III 294 θήσεις ἐπὶ τρίποδα τὸν κύνα pondrás al perro sobre el trípode P IV 1890 καὶ θήσεις ἐπὶ τὸν τρίποδα τὸ πιττάκιον y pondrás la tablilla sobre el trípode P IV 1897 θὲς (τὸ γλωσσόκομον) ἐπὶ τριπόδου καθαροῦ περιβεβλημένου ὀθονίῳ pon el estuche en un trípode limpio envuelto en lino P XIII 1011 ᾧ παρέστηκεν τρίπους καὶ Πύθιος δράκων junto al cual (Apolo) se encuentren un trípode y la serpiente pítica P XIII 104 P XIII 111 P XIII 661 P XIII 667 en relación con nombres o signos escritos ἐπίγραψον ἐν τῷ ἐδάφει μέσον τοῦ οἴκου περὶ τὸν τρίποδα λευκῇ γραφίδι τὸν ὑποκείμενον χαρακτῆρα graba en el suelo, en el medio de la habitación, alrededor del trípode, con un estilo blanco el siguiente signo P III 303 ἐπίγραφε δὲ τοῦτο τὸ ὄνομα καὶ ὑποκόλλησον τῷ τρίποδι graba esta fórmula y pégala bajo el trípode P V 209

Lexicon Thucydideum

tripus, tripod, 1.132.2, 1.132.3. 3.57.2.

Translations

tripod

Albanian: trekëmbësh; Armenian: եռոտանի, կասկարա; Belarusian: трынога, трыножнік, штатыў; Bengali: টিপাই; Bulgarian: триножник, тринога, статив; Catalan: trípode; Chinese Mandarin: 三腳架/三脚架; Coptic: ⲧⲣⲓⲡⲟⲥ; Czech: stativ, trojnožka, třínožka; Danish: stativ; Dutch: statief, driepoot; Esperanto: tripiedo, stativo; Estonian: statiiv; Finnish: tripodi; French: trépied; Galician: trípode, trepia, trespés, trébede; German: Dreifuß, Stativ, Dreibein, Tripod; Greek: πυροστιά, τρίποδας; Ancient Greek: τρίπους; Hebrew: ⁧חֲצוּבָה⁩; Hindi: तिपाई; Hungarian: tripod; Icelandic: þrífótur; Ido: tripedo, stativo; Indonesian: kaki tiga, tripod; Irish: branra; Italian: treppiedi, cavalletto, tripode; Japanese: 三脚架, トライポッド; Korean: 아리쇠, 다리쇠, 삼발이, 삼각대(三脚臺), 트라이포드; Latin: vara; Latvian: trijkājis; Lithuanian: trikojis; Macedonian: триножник, триногалка, статив; Manx: treechoshagh; Maori: waetoru; Norwegian Bokmål: stativ; Nynorsk: stativ; Ottoman Turkish: ⁧سه‌پا⁩; Persian: ⁧سه‌پایه⁩; Plautdietsch: Dreefoot; Polish: statyw, trójnóg, tripod; Portuguese: tripé; Russian: тренога, треножник, штатив; Sanskrit: त्रिपाद; Serbo-Croatian Cyrillic: тро̀ножац, тро̀ног; Roman: trònožac, trònog; Slovak: statív, trojnožka; Slovene: trinožnik, stativ; Spanish: trípode; Swedish: stativ; Tagalog: tungko; Thai: ขาตั้งกล้อง; Turkish: tripod, sehpa; Ukrainian: трині́жок, трині́жка, штатив; Urdu: ⁧تپائی⁩; Welsh: trybedd; Yiddish: ⁧דרײַפֿוס⁩