πολύχηλος

Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

ον,

   A with divided hoof, opp. μονώνυχος, Ph.2.353.

Greek (Liddell-Scott)

πολύχηλος: -ον, ἔχων πολλὰς χηλάς, Φίλων ΙΙ. 353, 40.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει πολλές χηλές, πολλές οπλές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χηλος (< χηλή «οπλή»), πρβλ. μακρό-χηλος].