ον,
A with divided hoof, opp. μονώνυχος, Ph.2.353.
πολύχηλος: -ον, ἔχων πολλὰς χηλάς, Φίλων ΙΙ. 353, 40.
-ον, Ααυτός που έχει πολλές χηλές, πολλές οπλές.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χηλος (< χηλή «οπλή»), πρβλ. μακρό-χηλος].