χηλή
Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund
English (LSJ)
Dor. χαλά, ἡ,
A horse's hoof, Hes.Sc.62, E.Ph. 42, Ion1242 (lyr.), cf. χηλαργός.
2 of oxen and the like, cloven hoof, χηλαὶ ποδῶν Id.Ba.619 (troch.), cf. A.R.2.667; τὰ δὲ δισχιδῆ καὶ ἀντὶ τῶν ὀνύχων χηλὰς ἔχει Arist.HA499b9, cf. PA655b4, 663a29; of Chimaera, E.El.474 (lyr.).
3 crab's claw, Arist.HA527b5, PA 684a27; ὅ τι ἂν λάβῃ, προσάγεται πρὸς τὸ στόμα τῇ δικρόᾳ χηλῇ καθάπερ οἱ καρκίνοι Id.HA590b25: hence,
b Astron., Χηλαί, αἱ, the claws of the Scorpion, i.e. the constellation Libra, Arat.89, 232, al., Ptol.Tetr.24, etc.
4 poet. pl., talons of a bird, A.Pers. 208, S.Ant.1003, E.Ion1208; of the Sphinx, Id.Ph.808 (lyr.), 1025 (lyr.); of a wolf's claws, Theoc.Ep.6.4, cf. E.Hec.90 (lyr., expld. by Hsch. = γνάθος).
II breakwater, formed of stones laid at the base of a sea-wall, mostly in plural, Th.1.63 (ubi v. Sch.), 7.53, X.An.7.1.17; αἱ χ. τοῦ λιμένος D.S.13.78, cf. D.C.74.10; sg., D.S. 3.44; ἐπαιγιαλῖτις χ. AP10.8 (Arch.).
2 spur of a mountain or ridge of rocks answering a like purpose, χ. γὰρ τοῦ Πειραιῶς ἡ Ἠετιωνεια Th.8.90, cf. Plu.Sol.9, Anon. ap. Suid. s.v. χ. ὄρους.
III of various cloven or hooked implements:
1 in surgery, forked probe, Hp.Morb. 2.33.
2 notch of an arrow, Hero Bel.111.1, Hsch. s.v. γλυφίδες; but also (pl.) the claws composing the hook (χείρ), Hero ib.2; also the claws or arms of the σκορπίος v, Vitr.10.10.4, 10.11.7.
3 rims of the eyelids, Ruf.Onom.20.
4 crack in the heels or other parts, Poll.4.198.
5 net, plait, Hsch. s.v. χηλευτὰ κράνη.
German (Pape)
[Seite 1352] ἡ, 1) die aus einander klaffende (χα) od. gespaltene Klaue des Rindviehes, der Schaafe; Eur. Bacch. 619; Ap. Rh. 2, 667; ταύρου Anacr. 52, 6; vgl. Arist. H. A. 2, 1. – Bei Dichtern auch des Pferdes, Hes. Sc. 62, Eur. Ion 1242 Phoen. 42. 815; eines Wolfes, Theocr. ep. 6, 4. – Die Kralle der Vögel, Soph. Ant. 990 Eur. Ion 1208; κίρκον χηλαῖς κάρα τίλλοντα Aesch. Pers. 204. – Die Scheere des Krebses, Arist. H. A. 4, 3. – 2) alles Zweispaltige, zinkenartig Hervorragende, bes. – a) ein chirurgisches Instrument, eine Art Sonde, der Geißfuß, μήλη ἐντετμημένη, Hippocr. – b) eine zweispaltige Nadel, Netze zu stricken u. Matten zu flechten. – c) die ins Meer vorlaufenden Arme der Hafendämme, αἰγιαλῖτις Archi. 27 (X, 8). – Auch τείχους, ein vorragender Mauerrand von Steinen, um die Wellen zu brechen, Thuc. 1, 63, vgl. 7, 53. 8, 90; Xen. An. 7, 1,16. – Ὄρους χηλή, Vorsprung eines Berges, Sp. – 3) jeder Spalt, Kerbe, bes. die Kerbe, mit welcher der Pfeil auf die Sehne gelegt wird, sonst γλυφίς; – die Spaltung der Augenwimpern, wo sie sich im Schlafe zusammenfügen.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
objet en forme de pince, d'où
I. pied, serre ou pince de certains animaux, particul. :
1 pied fourchu des ruminants;
2 pied du loup;
3 serres d'oiseau;
4 griffes de monstres fabuleux;
5 pinces de l'écrevisse;
6 mâchoire et rangées de dents entrouvertes dans la gueule du loup ; gueule, selon d'autres griffes;
II. courbure d'un lieu ; particul. :
1 bras d'une digue, travaux avancés d'un port;
2 courbe d'un rivage en forme de croissant;
3 bord saillant en pierre d'un mur destiné à briser les vagues.
Étymologie: R. Χα, s'ouvrir ; cf. χάσκω, χαίνω, pf. κέχηνα.
Russian (Dvoretsky)
χηλή: дор. χᾱλά ἡ
1 копыто (χηλαὶ ποδῶν, sc. τῶν πώλων Eur.; ταύρου Anacr.);
2 клешня (τοῦ καρκίνου Arst.);
3 лапа или коготь (sc. ὀρνίθων Aesch., Soph.; τοῦ λύκου Theocr.);
4 выступ (τοῦ τείχους Xen.);
5 волнорез, мол или плотина Thuc., Plut., Diod.;
6 мыс, коса (τοῦ Πειραιῶς Thuc.);
7 (pl. χηλαί) созвездие Весов Plut.
Greek (Liddell-Scott)
χηλή: ἡ, ἡ ὁπλὴ τοῦ ἵππου, Ἡσ. Ἀσπὶς Ἡρ. 62. Εὐρ. Φοίν. 42, Ἴων 12 42· πρβλ. χήλαργος. 2) ἐπὶ βοῶν καὶ τῶν ὁμοίων, ὁπλὴ δισχιδής, χηλαὶ ποδῶν Εὐρ. Βάκχ. 619, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 667· τὰ δὲ δισχιδῆ καὶ ἀντὶ τῶν ὀνύχων χηλὰς ἔχει Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 30, πρβλ. περὶ Ζῴων Μορ. 2. 9, 16., 3. 2, 8· ἐπὶ τῆς Χιμαίρας, Εὐρ. Ἠλ. 474, πρβλ. Φοιν. 1025. 3) τοῦ καρκίνου οἱ ὄνυχες, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 3, 2, περὶ Ζῴων Μορ. 4. 8, 8· ὅ τι ἂν λάβῃ προσάγεται πρὸς τὸ στόμα τῇ δικρόᾳ χηλῇ καθάπερ οἱ καρκίνοι ὁ αὐτ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 20· - ἐντεῦθεν ὁ ἀστερισμὸς τοῦ Καρκίνου ἐκαλεῖτο Χηλαί, Chelae, Ἄρατ. 89, 232, κ. ἀλλ., Οὐεργιλ. Γεωργ. 1. 33. 4) παρὰ ποιηταῖς ὁ πληθ. χηλαὶ ἦν ἐν χρήσει εἰς δήλωσιν τῶν ὀνύχων τῶν πτηνῶν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 208, Σοφ. Ἀντιγ. 1003, Εὐρ. Ἴων 1208, πρβλ. Φοιν. 808· τῶν ὀνύχων λύκου, Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 6. 4, πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 90 (ἔνθα ὅμως ἕτεροι ἑπόμενοι τῷ Ἡσυχ. διορθοῦσι = γνάθος). ΙΙ. χηλαί, «οἱ ἔμπροσθεν τοῦ πρὸς θάλασσαν τείχους προβεβλημένοι λίθοι διὰ τὴν τῶν κυμάτων βίαν μὴ τὸ τεῖχος βλάπτοιτο, παρὰ τὸ ἐοικέναι χηλῇ βοὸς» Σουΐδ, Λατ. crepido, Θουκ. 1. 63 (ἔνθα ἴδε Σχόλ.), 7. 53, Ξεν. Ἀν. 7. 1, 17· αἱ χ. τοῦ λιμένος, αἱ τοῦ λιμένος ἐξοχαί, Διόδ. 13.78, πρβλ. 3. 44, Δίων Κ. 74.10· οὕτω, 2) ἐπέκτασις ὑψώματος πρὸς τὴν θάλασσαν ἢ σειρὰ βράχων χρησιμευόντων ὡς πρόβλημα, χηλὴ γὰρ τοῦ Πειραιῶς Ἠετιωνία Θουκ. 8. 90, πρβλ. Πλουτ. Σόλ. 9· χηλὴ ὄρους ... ἐξοχή, Σουΐδ. ΙΙΙ. ὄνομα πολλῶν δισχιδῶν ἐργαλείων, 1) χειρουργικόν τι ἐργαλεῖον, εἶδος δισχιδοῦς μήλης, Ἱππ. 471. 54. 2) βελόνη πρὸς πλοκὴν δικτύων, ἡ κοινῶς λεγομένη «σαγίττα» τῶν δικτυοπλόκων, πρβλ. χηλεύω, χήλευμα. 3) τὸ γεγλυμμένον ὀπίσθιον ἄκρον τοῦ βέλους, ἄλλως γλυφίς, Λατ. cren…, Ἥρων Βελοπ. 141, Βιτρούβ. 4) τὰ ἁπτόμενα ἀλλήλων πέρατα τῶν βλεφάρων ὅταν ταῦτα ὦσι κεκλεισμένα ἡμῶν κοιμωμένων, «χηλαὶ (χειλαὶ ἐν τῷ κειμένῳ)· αἱ συμπτώσεις τῶν βλεφάρων» Ἡσύχ. 5) ῥαγάς, «σκάσιμον κατὰ τὰς πτέρνας ἢ εἰς ἄλλα μέρη τοῦ σώματος, «χηλαὶ ἢ φύσιγγες. ῥαγάδες πτερνῶν, ποδῶν, αἰδοίου» Πολύδ. Δ΄, 198. (Πᾶσαι αἱ συνήθεις χρήσεις τῆς λέξεως ἔχουσιν ὡς κοινὴν σημασίαν τὴν τοῦ δισχιδοῦς ἢ διακεχωρισμένου, ὡς ἐν τοῖς συνθέτοις δίχηλος, τρίχᾱλος· εἰ καὶ δὲν ὑπάρχει ἡ σημασία αὕτη παρὰ τοῖς παλαιοτάτοις, πρβλ. Ἡσ. ἔνθ’ ἀνωτ., καὶ χήλαργος).
Spanish
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χαλά Α
1. η οπλή τών ιπποειδών
2. το δισχιδές νύχι τών μηρυκαστικών ζώων, όπως λ.χ. του βοδιού, του προβάτου κ.ά.
3. διχαλωτό εργαλείο ή εξάρτημα
4. ραγάδα, σκάσιμο στη φτέρνα ή σε άλλο σημείο του σώματος
5. κυματοθραύστης, μώλος, προβλήτα
αρχ.
1. το νύχι του λύκου καθώς και διαφόρων αρπακτικών πτηνών
2. το ψαλιδωτό νύχι του κάβουρα
3. οι ενωμένες άκρες τών βλεφάρων, όταν αυτά είναι κλειστά
4. λοφώδης προεξοχή της ξηράς στη θάλασσα
5. στον πληθ. αἱ Χηλαί
ο αστερισμός του Καρκίνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση της λ. με τα ρ. χαίνω και χάσκω δεν θεωρείται πιθανή].
Greek Monotonic
χηλή: Δωρ. χᾶλά, ἡ,
I. 1. οπλή αλόγου, σε Ησίοδ., Ευρ.· επίσης, οπλή με διχάλα, σε Ευρ.
2. σε πληθ., λέγεται για τα νύχια των πουλιών, σε Τραγ.· λέγεται για τα νύχια του λύκου, σε Θεόκρ.
II. κυματοθραύστης, φτιαγμένος από πέτρες τοποθετημένες στη βάση ενός τείχους στη θάλασσα για να ανακόπτει τη δύναμη των κυμάτων (ονομάστηκε έτσι επειδή μοιάζει με οπλή), Λατ. crepido, σε Θουκ., Ξεν.
III. εργαλείο σε σχήμα διχάλας, όπως είναι η βελόνα για κέντημα· πρβλ. χηλεύω.
Middle Liddell
χηλη, ἡ,
I. a horse's hoof, Hes., Eur.:—also, a cloven hoof, Eur.
2. in plural, of the talons of a bird, Trag.; of a wolf's claws, Theocr.
II. a sea-bank, breakwater, formed of stones laid at the base of a sea-wall, to break the force of the waves (so called because it projected like a hoof), Lat. crepido, Thuc., Xen.
2. the spur of a mountain or ridge of rocks answering a like purpose, Thuc.
III. a cloven implement, such as a netting-needle;— cf. χηλεύω.
Frisk Etymology German
χηλή: {khēlḗ}
Forms: dor. (Trag. in lyr.) χαλά
Grammar: f.
Meaning: gespaltene Klaue von Rindern, Pferdehuf, Vogelkralle, Krebsschere, übertr. chirurgische Pinzette, gekrümmte Nadel, Häkelnadel, Kerbe am Pfeil, klauenartig vorspringender Hafendamm (Hes. Sc., ion. att. seit Hdt. u. A.).
Composita: Einige Kompp., z.B. χαλαργός hufschnell, schnellhufig (S. in lyr.), δίχηλος, -χαλος spalthufig, mit zwei Klauen (Hdt., E., Arist.; zu -χαλος bei Arist. Björck Alpha impurum 298 ff.) mit διχηλέω spalthufig sein, -ία, -ησις; ἀγκυλοχήλης mit krummen Krallen (Ar.) u.a. (mit dem weit gewöhnlicheren -χείλης in der Überlief. zusammengeworfen).
Derivative: Davon die Verba: 1. χηλεύει· ῥάπτει, πλέκει (H., Poll. = Eup. 388), mit χηλευτά, Beiw. von κράνεα (Hdt. 7, 89; = ῥαπτά, πλεκτά H., Poll.), χήλευμα = ὀπήτιον (H., Poll.). 2. χηλόομαι mit Klauen versehen werden (Hero), -όω mit Kerben versehen (Ph.), -ωμα n. Kerbe (Hp. ap. Gal., Eratosth.), -ώτια· αἱ ῥαφίδες τῶν δικτυοπλόκων H. Auch κεχήλωμαι (für -ευμαι?) πόδας· δέδεμαι συνερραμμένος τοὺς πόδας H. (ex S.?).
Etymology: Dazu χηλᾶς· ῥάπτης, πλέκτης H. Unklar χήλινον Beiw. von ἄγγος (Anakr. 37), nach H. und Poll. = πλεκτόν (wohl eher zu χηλός, s.d.). Ohne außergriech. Entsprechung. Als "klaffender" Gegenstand gewöhnlich (z.B. Persson Beitr. 1, 117 A. 2 [S. 118]) mit χήμη, χηραμός (s. dd.) zu χάσκω gezogen. Zum auffallenden dor. α-Vokal Persson 2, 701 f.
Page 2,1093-1094
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=ἡ ὁπλή τοῦ ἀλόγου, προεξοχή τείχους στή θάλασσα). Ἴσως σχετίζεται μέ τό χαίνω – χάσκω.
Léxico de magia
ἡ plu. pinzas de cangrejo ἡ δεῖνα σοι θύει, θεά, δεινόν τι θυμίασμα· ... ἄλφιτα καὶ καρκίνοιο χηλάς fulana quema en tu honor, diosa, una ofrenda terrible: harina y pinzas de cangrejo (en una calumnia de magia maléfica) P IV 2583 P IV 2649
Lexicon Thucydideum
motes, movement, disturbance, 1.63.1, 7.53.1, 8.90.4.
Translations
hoof
Albanian: thundër; Arabic: حافِر, ظِلْف, خُفّ; Egyptian Arabic: حافر; Armenian: սմբակ, կճղակ, պճեղ; Asturian: pezuña; Avestan: 𐬯𐬀𐬟𐬀; Azerbaijani: dırnaq; Baluchi: سرنب, سرمب, سرم; Bashkir: тояҡ; Basque: apo, apatx; Bats: ჭალკო̆; Belarusian: капыт; Bengali: খুর; Bulgarian: копито; Burmese: ခွာ; Buryat: туруун; Catalan: peülla; Central Sierra Miwok: háṭ·e·-; Chinese Mandarin: 蹄, 蹢; Chukchi: яйпыԓгын, ейпыт; Chuvash: чӗрне; Crimean Tatar: tuyaq; Czech: kopyto; Danish: hov; Dongxiang: ghimusun; Dutch: hoef; Esperanto: hufo; Estonian: kabi; Faroese: hógvur; Finnish: kavio, sorkka; French: sabot; Galician: pesuño, presuño, uña, pezuño, vaso; Georgian: ჩლიქი; German: Huf; Greek: οπλή; Ancient Greek: ὁπλή, χηλή; Haitian Creole: zago; Hebrew: פַּרְסָה; Hindi: खुर; Hungarian: pata; Icelandic: hófur, klauf; Indonesian: kuku; Irish: crúb; Italian: zoccolo; Japanese: 蹄; Kalmyk: турун; Kazakh: тұяқ; Khmer: ក្រចក; Korean: 굽; Kurdish Northern Kurdish: sim; Kyrgyz: туяк; Lao: ກີບ; Latin: ungula; Latvian: nags; Lithuanian: kanopa; Macedonian: копито; Malay: telapuk, huf; Malayalam: കുളമ്പ്; Manchu: ᡶᠠᡨᡥᠠ; Maori: pāua, kuku; Mingrelian: ჩირქე; Mongolian: туурай; Norman: chabot, chavette, cône du pied; Norwegian Bokmål: hov; Nynorsk: hov; Old English: hōf; Old Norse: hófr; Old Turkic: 𐱃𐰆𐰖𐰆𐰍; Ossetian: сӕфтӕг; Ottoman Turkish: طویناق, طرناق; Pashto: سوه, څوه; Persian: سم, سپل; Polish: kopyto; Portuguese: casco, pata, pezunho; Quechua: sillu; Romanian: copită; Russian: копыто; Sanskrit: शफ; Scottish Gaelic: ladhar, ìne; Serbo-Croatian Cyrillic: ко̀пито; Roman: kòpito; Shor: туйғақ; Sinhalese: කුර; Slovak: kopyto; Slovene: kopíto; Sorbian Lower Sorbian: kopyto; Upper Sorbian: kopyto; Spanish: pezuña, casco; Swahili: ukwato; Swedish: hov, klöv; Tajik: сум; Tamil: குளம்பு; Taos: kòwmą̏celéna; Tatar: тояк; Telugu: గిట్ట; Thai: กีบ; Tibetan: རྨིག་པ; Turkish: tırnak, toynak; Turkmen: toýnak; Tuvan: дуюг; Ukrainian: копито, копито; Urdu: کھر; Uyghur: تۇياق; Uzbek: tuyoq; Vietnamese: guốc, móng; Volapük: saf; Welsh: carn; Yakut: туйах; Yiddish: קאָפּעטע