ου, ὁ,
A stealer of purple, D.L.6.57.
[Seite 686] ὁ, der Purpurdieb, D. L. 6, 57.
πορφῠροκλέπτης: -ου, ὁ, ὁ κλέπτων πορφύραν, Διογ. Λ. 6. 57.
ὁ, Ααυτός που κλέβει πορφύρες.[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + κλέπτης.