πορφυροκλέπτης
From LSJ
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
English (LSJ)
πορφυροκλέπτου, ὁ, stealer of purple, D.L.6.57.
German (Pape)
[Seite 686] ὁ, der Purpurdieb, D. L. 6, 57.
Russian (Dvoretsky)
πορφῠροκλέπτης: ου ὁ крадущий пурпур, похититель пурпура Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
πορφῠροκλέπτης: -ου, ὁ, ὁ κλέπτων πορφύραν, Διογ. Λ. 6. 57.