πορφυρόνωτος

Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

ον,

   A purple-backed, φᾶρος Nonn.D.44.56.

Greek (Liddell-Scott)

πορφῠρόνωτος: -ον, ὁ ἔχων τὰ νῶτα πορφυρᾷ, χθὼν Νόνν. Δ. 44 56.

Greek Monolingual

-ον, Α
φρ. «φᾶρος πορφυρόνωτον» — ένδυμα με πορφυρό χρώμα στην πλάτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + νῶτον (πρβλ. ποικιλό-νωτος)].