ποταμείβομαι

Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

Greek (Liddell-Scott)

ποταμείβομαι: Δωρ. = προσαμείβομαι, Θεοκρ. Εἰδύλλ. Α, 100, ἔκδ. Ahr.

French (Bailly abrégé)

dor. c. προσαμείβομαι.
Étymologie: dor. ποτί=πρός, ἀμείβομαι.

Greek Monolingual

Α
(δωρ. τ.) προσαμείβομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πότ, συγκεκομμένος τ. του ποτί + αμείβομαι].