πράδησις

Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

[ᾰ], ιος, ἡ,

   A breaking wind, Hp.Prog.11, Coac.485 (v.l. πέρδησις).

Greek (Liddell-Scott)

πράδησις: -εως, ἡ, πέρδησις, τὸ πέρδεσθαι, Ἱππ. Προγν. 40, κτλ. (κατὰ τὰ Ἀντίγραφα τὰ μνημονευόμενα ὑπὸ τοῦ Littré 2, σ. 138· κοινῶς πέρδησις)· πρβλ. πέρδω.

Greek Monolingual

-ήσιος και δ. γρφ
πέρδησις, ἡ, Α
πορδή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πράδ-ησις < συνεσταλμένη βαθμίδα πραδ- του πέρδομαι, ενώ ο τ. πέρδ-ησις από την απαθή βαθμίδα].