-η, -ο, Ναυτός που το χρώμα του είναι μεταξύ πράσινου και κίτρινου («πρασινοκίτρινα στάχια»).[ΕΤΥΜΟΛ. < πράσινος + κίτρινος. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δ. Α. Μαυροκορδάτο].