πράσινος

From LSJ

δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → a wise man should not keep making the same mistake, a wise man should not repeat the same mistake, doing twice the same mistake is not a wise man's doing, making the same mistake twice does not befit the wise, making the same mistake twice does not belong to a man who is wise, making the same mistake twice does not belong to a wise man, the wise man does not make the same mistake twice, to commit the same sin twice is not a sign of a wise man, it is unwise to err twice

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πράσῐνος Medium diacritics: πράσινος Low diacritics: πράσινος Capitals: ΠΡΑΣΙΝΟΣ
Transliteration A: prásinos Transliteration B: prasinos Transliteration C: prasinos Beta Code: pra/sinos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, (πράσον)
A leek-green, light green, Arist.Mete.372a8, al.
2 λίθος π., = πρασῖτις, LXX Ge.2.12.
3 οἱ π. the green faction in the Circus, Mart.11.33.1, POxy.145.2 (vi A.D.); τὸ π. (sc. μέρος) J.AJ19.4.4; cf. πράσιος.

German (Pape)

[Seite 694] lauchgrün; Arist. meteor. 3, 2; Plut. plac. phil. 3, 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d'un vert tendre comme le poireau ; οἱ πράσινοι la faction des Verts, dans le Cirque, à Rome.
Étymologie: πράσον.

Russian (Dvoretsky)

πράσῐνος: (ᾰ) светло-зеленый (χρῶμα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

πράσῐνος: -ον, (πράσον) ὁ ἔχων χρῶμα πράσινον ὡς τὸ πράσον, Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 2, 5., 3. 4, 23, κ. ἀλλ. 2) λίθος πράσ. = πρασῖτις, Ἐπιφάν. περὶ τῶν 12 Λίθων 3. 3) οἱ πράσινοι, φατρία τις ἐν τῷ ἱπποδρομίῳ τῆς Ῥώμης, Gataker εἰς Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 1. 5, Ἰουβεν. 11. 196, Gibbon κεφ. 40· τὸ πρ. (ἐξυπακ. μέρος), Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 17. 4, 4· οὕτω καὶ πράσιος παρὰ Δίωνι Κ. 73. 4., 79. 14.

Greek Monolingual

-η, -ο / πράσινος, -η, -ον και πράσινος, -ον, ΝΑ πράσον
1. αυτός που έχει το χρώμα του πράσου, του νωπού χόρτου, δηλαδή το χρώμα που προκύπτει από τη μίξη του κίτρινου και του κυανού
2. το ουδ. ως ουσ. το πράσινο(ν)
το σύνολο τών φυτών, η βλάστηση ή η κατάφυτη έκταση («η Αθήνα δεν έχει πολύ πράσινο»)
νεοελλ.
1. (για καρπούς) άγουρος («οι ντομάτες είναι ακόμη πράσινες»)
2. χλοερός
3. χημ. (για χρωστική ύλη, βαφή και λάκκα) αυτός του οποίου η απόχρωση αντιστοιχεί στην περιοχή που περιλαμβάνεται μεταξύ του κυανού και του κίτρινου του ορατού φάσματος το οποίο προκύπτει από την ανάλυση του ηλιακού φωτός
4. το ουδ. ως ουσ. το πράσινο
το ομόλογο χρώμα
5. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι πράσινοι
(πολ.) τα πολιτικά κόμματα ή κινήματα που έχουν ως κύριο στόχο της δραστηριότητας και του προγράμματός τους την προστασία του περιβάλλοντος και της ανθρώπινης ζωής από τις αρνητικές επιπτώσεις της τεχνολογικής εξέλιξης, καθώς και από τους κινδύνους τών εξοπλισμών, οι οικολόγοι
6. φρ. α) «πράσινα άλογα» — λέγεται για πράγματα ανύπαρκτα, απραγματοποίητα ή παράλογα
β) «πράσινη επανάσταση»
(οικον.) προσπάθεια που αναλήφθηκε κατά τη δεκαετία 1960-1970 για την αγροτική αξιοποίηση έρημων περιοχών του πλανήτη μας με τη χρησιμοποίηση βελτιωμένων ποικιλιών αγροτικών προϊόντων και σύγχρονων τεχνολογιών καλλιέργειας, καθώς και με σημαντικά έργα υποδομής, προσπάθεια η οποία, όμως, δεν απέδωσε τα αναμενόμενα αποτελέσματα
γ) «πράσινα σχέδια» — προγράμματα ανάπτυξης του αγροτικού τομέα της οικονομίας που εφαρμόστηκαν στις χώρες της δυτικής Ευρώπης στο διάστημα 1950-1970 και στόχευαν στην αναδιοργάνωση της υλικοτεχνικής υποδομής της αγροτικής παραγωγής βάση της νέας τεχνολογίας
δ) «πράσινη αναλαμπή»
(αστρον.-μετεωρ.) οπτικό φαινόμενο που παρατηρείται κατά τη στιγμή της ανατολής ή της δύσης του Ηλίου και οφείλεται στη διάθλαση, απορρόφηση και διάχυση του ηλιακού φωτός από την ατμόσφαιρα της Γης
ε) «ξύλο πράσινης καρδιάς»
βοτ. εμπορική ονομασία του ξύλου που προέρχεται από το δέντρο Ocetea rodiei της οικογένειας ροδίδες
στ) «πράσινος αδένας»
βιολ. τύπος κεραιικού αδένα τών δεκάποδων καρκινοειδών
ζ) «πράσινος άνθρακας»
(φυτοπαθ.) ασθένεια του ρυζιού που οφείλεται σε μύκητα και χαρακτηρίζεται από τη δημιουργία μεγάλων σπόρων καλυμμένων από μια πράσινη σκόνη, που είναι στην πραγματικότητα τα κονίδια του μύκητα, αλλ. άνθρακας του ρυζιού
η) «πράσινος ρόδακας» — φυτονόσος που οφείλεται σε ιό και προσβάλλει τη φιστικιά
θ) «πράσινο χρωμίου»
χημ. σύνολο πράσινων χρωστικών ουσιών, κύριο συστατικό τών οποίων είναι τα άλατα του χρωμίου
ι) «ούτε ένα πράσινο φύλλο» — ούτε το ελάχιστο, τίποτε
μσν.-αρχ.
(το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Πράσινοι
(στο Βυζ.) η μια από τις δύο μεγάλες φατρίες, τους δύο δήμους, που διαγωνίζονταν στον ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης κατά τους βυζαντινούς χρόνους και οι οποίοι ασκούσαν μεγάλη επιρροή στα πράγματα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας
αρχ.
φρ. «λίθος πράσινος» — είδος πολύτιμου λίθου πράσινου χρώματος, η πρασίτις.