ποτηροθήκη

Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

ἡ,

   A table for setting out cups, sideboard, buffet, Gloss.

German (Pape)

[Seite 689] ἡ, Ort od. Tisch, worauf man Becher setzt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ποτηροθήκη: ἡ, τράπεζα ἐφ’ ἧς τοποθετοῦνται ποτήρια, κυλικεῖον, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
τραπέζι πάνω στο οποίο τοποθετούνται ποτήρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτήρ «ποτήρι» + θήκη.