πρεσβυγένεθλος

Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

English (LSJ)

ον,

   A = πρεσβυγενής, Orph.H.4.2.

German (Pape)

[Seite 699] = πρεσβυγενής, Orph. H. 3, 2.

Greek (Liddell-Scott)

πρεσβῠγένεθλος: ον,= πρεσβυγενής, Ὀρφ. Ὕμν. 3. 2.

Greek Monolingual

-ον, Α
πρεσβυγενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρέσβυς + -γένεθλος (< γένεθλον), πρβλ. αριστο-γένεθλος].