Νεπίρρ. όντως, πραγματικά, αληθινά («είναι πράγματι αδελφή του;»).[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από την αρχ. δοτ. πράγματι, της λ. πράγμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στο Ημερολόγιον Εστίας].