[πᾰ], ἡ,
A gentleness of temper, Ph.2.31, Hsch.; written πρᾱϋπαθ-παθία, 1 Ep.Ti.6.11 (v. l.).
[Seite 696] ἡ, Sanftmuth, Phil. u. a. Sp.
και πραϋπαθία, ή, ΜΑ πραϋπαθήςπραότητα, ηρεμία χαρακτήρα.