πραότητα
From LSJ
Τὰ πλεῖστα θνητοῖς τῶν κακῶν αὐθαίρετα → Ab ipsis fere parantur mala mortalibus → Von Sterblichen ist selbstgewählt das meiste Leid
Greek Monolingual
η / πραότης, -ητος, ΝΜΑ, πραΰτης Α πράος
1. η ιδιότητα του πράου, μαλακότητα, γλυκύτητα (α. «πραότης ἤθους», Μηναί.
β. «πραότης χαρακτῆρος», Μηναί.)
αρχ.
μετριοπάθεια.