πραότητα
Heraclitus, fr. B 119 Diels
Greek Monolingual
η / πραότης, -ητος, ΝΜΑ, πραΰτης Α πράος
1. η ιδιότητα του πράου, μαλακότητα, γλυκύτητα (α. «πραότης ἤθους», Μηναί.
β. «πραότης χαρακτῆρος», Μηναί.)
αρχ.
μετριοπάθεια.
- Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια | Βικιλεξικό | slang.gr | Κάτο