προαναγγελία
Greek Monolingual
η, Ν
αναγγελία εκ τών προτέρων, προειδοποίηση («προαναγγελία θυελλωδών ανέμων»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προαναγγέλλω. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].
η, Ν
αναγγελία εκ τών προτέρων, προειδοποίηση («προαναγγελία θυελλωδών ανέμων»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προαναγγέλλω. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].