προβατεύσιμος

Revision as of 12:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

English (LSJ)

ον,

   A suited for pasturage, πόα Ph. 2.91,131.

German (Pape)

[Seite 710] zur Vieh- oder Schafzucht geeignet, χώρα, Philo u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προβᾰτεύσιμος: -ον, ἁρμόδιος εἰς βοσκὴν προβάτων, χώρα Φίλων 2. 91, 131.

Greek Monolingual

-ον, Α προβατεύω
κατάλληλος για βοσκή προβάτων.