πρόγευση

Revision as of 12:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του προγεύματος
2. μτφ. η πρώτη εμπειρία από μια κατάσταση ή ενέργεια («με τους εξαμηνιαίους διαγωνισμούς παίρνουν οι μαθητές μια πρόγευση τών προαγωγικών εξετάσεων»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προγεύομαι. Η λ., στον λόγιο τ. πρόγευσις, μαρτυρείται από το 1873 στον Π. Βράιλα Αρμένη].