προεδριλίκι

Revision as of 12:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν
(με ειρωνική σημ.) το αξίωμα του προέδρου («ὁλοι θέλουν το προεδριλίκι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόεδρ-ος + κατάλ. -(ι)λίκι (πρβλ. καπεταν-ιλίκι, υπουργ-ιλίκι)].