λίκι
From LSJ
οὐ σύ με λοιδορεῖς, ἀλλ᾿ ὁ τόπος → it is not thou who mockest me, but the roof on which thou art standing (Aesop)
και λίγκι, τὸ (Μ λίγκιον)
ο μίσχος, ο ποδίσκος, κν. κοτσάνι του σταφυλιού, κυρίως της σταφίδας, αλλά και του αχλαδιού κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἑλίκιον, υποκορ. του ἕλιξ.