προκλητικότητα

Revision as of 12:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
το να προκαλεί κανείς κάποιον, η ιδιότητα του προκλητικού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προκλητικός. Η λ., στον λόγιο τ. προκλητικότης, μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εφημερίς].