προκατασπείρω
English (LSJ)
A sow beforehand, PMeyer 12.21 (ii A.D.): metaph., implant beforehand, ἐν τοῖς θνητοῖς τὸ ἀθάνατον Aen.Gaz.Thphr. p.56B.
Greek Monolingual
Α
1. σπέρνω εκ τών προτέρων
2. μτφ. εμφυτεύω, εμβάλλω σε κάποιον κάτι εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κατασπείρω «σπέρνω σε όλη την έκταση, φυτεύω»].