εμβάλλω
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
Greek Monolingual
(AM ἐμβάλλω)
1. βάζω, ρίχνω κάτι μέσα σε κάτι άλλο
2. μπήγω, σφηνώνω
3. (για πλοίο) κάνω εμβολή
νεοελλ.
φρ. «εμβάλλω σε σκέψεις, σε ανησυχία κ.λπ.» — προκαλώ σκέψεις, ανησυχίες κ.λπ.
αρχ.
Ι. 1. αφήνω κάτι να πέσει
2. ακουμπώ, τοποθετώ
3. προκαλώ τη γένεση, εμπνέω
4. εκσφενδονίζω
5. (για εξαρθρωμένο ή σπασμένο μέλος) επαναφέρω, ανατάσσω, τοποθετώ στη θέση του
6. (για φυτά) φυτεύω
7. ρίχνω σε κάποιον κάτι
8. παρεμβάλλω λέξη ή γράμμα ή μήνα
9. (για σπίτι) γκρεμίζω
10. (για τάφρο) ανασκάπτω
11. πληρώνω, συνεισφέρω, καταβάλλω
12. καταγγέλλω ένοχο
13. κάνω επιδρομή, εισβάλλω
14. γεν. επιτίθεμαι, ενσκήπτω, εισέρχομαι ορμητικά
15. (για νερό) ορμώ, προσκρούω σε κάτι
16. κωπηλατώ
17. (για ποταμό) εκβάλλω, χύνομαι
18. επιβάλλω
ΙΙ. μέσ.
1. ρίχνω κάτι μέσα («ἐμβαλοῦ εἰς τὸ πλοῖον ἅλας»)
2. πέφτω με τα μούτρα
3. επιβιβάζομαι στο πλοίο
4. επιδίδομαι, καταγίνομαι
5. φρ. α) «ἐμβάλλω τὴν χεῖρά τινι» — δίνω το χέρι σε κάποιον, του σφίγγω το χέρι
β) «ἐμβάλλω χεῖρα δεξιάν» — δίνω το δεξί μου χέρι ως διαβεβαίωση ότι θα τηρήσω την υπόσχεσή μου.