πρόκουρος

Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

English (LSJ)

ον,

   A shorn in front, S.Eurypyl.Oxy.2081 (b)Fr.3.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει κουρεμένο το πρόσθιο μέρος της κόμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -κουρος (< κουρά)].